Μια μέρα νωρίτερα της λαοθάλασσας, του πρώτου ξεκινήματος μιας ιστορικής πολιτικής τομής, είχαμε γράψει:
«Στόχος της νέας στρατηγικής τους είναι η ουσιαστική επίθεση με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στην ψυχολογία των διαδηλωτών/ριών. Δημιουργία φόβου συμμετοχής, ανασφάλεια, προβοκατορολογία, εσωτερική ρήξη. Η ΕΛ.ΑΣ. δήλωσε ότι θα υπάρχουν αστυνομικοί με πολιτικά εντός των διαδηλώσεων και προέτρεψε τους διαδηλωτές να ρουφιανέψουν οποιαδήποτε “ύποπτη κίνηση” ομάδων…
Με αυτόν τον τρόπο κυβέρνηση και αστυνομία, δηλώνουν ότι οποιαδήποτε στιγμή και με οποιοδήποτε τρόπο ο καθένας κινδυνεύει να συλληφθεί ή να φακελωθεί και δίνουν ξεκάθαρα τη συνταγή πώς να στραφούν οι διαδηλωτές ο ένας/μία εναντίον του άλλου/άλλης»
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τον «Τάκη», ο οποίος μιλά στην ομήγυρη ενός καφενέ, διακυρήσσοντας παθιασμένα πως «Πρέπει να τους πάρουμε με τις πέτρες». Κι όταν ενώπιόν του σηκώνεται απ’ ένα χέρι η πέτρα, εκείνος αναδιπλώνεται: «Όχι!» φωνάζει, και κάνει να αρπάξει τον διαδηλωτή, να κατεβάσει χέρι και «κουκούλα».
Όμως, για πολλούς και πολλές η διαφωνία με μια πρακτική διαδήλωσης δεν είναι το τέλος. Διαφάνηκε πως πρόκειται αφενός για μια άρνηση αναγνώρισης του διπλανού (αυτός δεν είναι ένας από μας…), και αφετέρου για μια κατάφαση, μια ταυτοποίησή του ως παρακρατικό, κι επομένως ως Εχθρό, ως Άλλο (…αλλά αυτός είναι και παρακρατικός).
Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε μια υπο-συζήτηση, ανάμεσα σε πολλές άλλες που εμφορούνται από το γεγονός δυνάμει-τομή, η οποία πραγματεύεται, και μάλιστα σχεδόν ακλόνητα, μια πολύ έντονη, επικίνδυνη και (απ-)ενοχοποιητική παραδοξότητα – «εγώ δεν φέρω ενοχή, γιατί είμαι καλός διαδηλωτής, αυτός φέρει ενοχή γιατί είναι μπαχαλαίος»:
Ο “κουκουλωμένος”, αυτός που σπάει το μη-συγκρουσιακό ρεπερτόριο δράσης, δεν μπορεί παρά να είναι ο παρακρατικός!, ένα παλαιό αφήγημα που επανέρχεται τώρα για να εξυπηρετεί ποιόν;
Σίγουρα το κράτος-συμμορία και την ικανότητά του να αναπαράγει εαυτό απομυζώντας κοινωνικό πλούτο αλλά και ζωές.
Μπορεί, ακόμη, να διαχειρίζεται το πλήθος διακόπτοντάς το. Εκείνοι που αξίζουν να τους ακούσουμε, και εκείνοι που όχι μόνο δεν το αξίζουν, αλλά τους ταιριάζει η καταλήστευση της ιδιότητάς τους να εκφραστούν, κι επομένως η εκ του πλήθους «σύλληψη» τους, ή και η μετέπειτα προφυλάκισή τους.
Όπως γράφτηκε σε συντροφικό προφίλ,
«Βασικό στοιχείο της αντι-εξέγερσης είναι ο εντοπισμός και διαχωρισμός των ”εξτρεμιστικών” από τα ”μετριοπαθή στοιχεία”, ή αλλιώς, των βίαιων στοιχείων από τον υπόλοιπο πληθυσμό. […] το Κράτος βασίζεται σε μια ταξινομητική κωδικοποίηση, όπου πρέπει να μπορούν να χαράσσονται σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους Εκτός και τους Εντός.»
Ο στόχος της προβοκατολογίας ως σχήμα λόγου αλλά και πεποίθησης είναι ένας: να αναδείξει το κράτος ως εγγυητή της μορφής της συλλογικής δράσης, διατηρώντας, βέβαια, το ίδιο το «μονοπώλιο της βίας».
Τα γεγονότα ξεπερνούν τις πεποιθήσεις, που ευτυχώς αλλάζουν
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη γενναιότητα διαδηλωτών. Επέστρεφαν και ξαναεπέστρεφαν στο σημείο συνάντησης, γνωρίζοντας τον κίνδυνο να χτυπηθούν, να πνιγούν ή να καταβρεχτούν απ’ τις αύρες.
Είναι η διαδήλωσή τους. Αυταπόδεικτα να εξαλείφεται το περιθώριο να ταυτιστούν με το (παρα)κράτος, ή όποια άλλη υπόγεια δύναμη έχει υποτίθεται συνωμοτήσει εναντίον μας.
Το κράτος δεν χρειάζεται να συνωμοτήσει. Είναι σαφής η τοποθέτησή του, ο τρόπος λειτουργίας του και αναπαραγωγής του – και αυτό γιατί το έχει αποδείξει. Αντ’ αυτού συγκαλύπτει ή κρατά κρυφή μια σειρά από δράσεις, διαδικασίες και δομές, οι οποίες απομυζούν κοινωνικό πλούτο, ή τον καταστρέφουν κι εντελώς, όπως σε περιπτώσεις διακρατικών πολέμων.
Ακόμη, λόγω αμελειών, που προκύπτουν από την οντολογική αδιαφορία και περιφρόνηση ως προς τις ζωές των Άλλων – μεταναστών, εργατών, πτωχών, πολιτικά ενεργών – οδηγείται σε εγκλήματα όπως τα Τέμπη, τη μαζική φτωχοποίηση στρωμάτων κατά την υφεσική περίοδο της ελληνικής οικονομίας, το στίβαγμα σε προσφυγικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και η Πύλος.
Έχουμε δει τους ασφαλίτες ντυμένους black block, με πυροσβεστήρες χωμένους στα μαύρα τους σακίδια να παραμονεύουν σε στενά ή να χώνονται και στο πλήθος. Κάργκο, Salomon παπουτσάκι, μυρμήγκι στο μούτρο, να περιμένουν ακριβώς αυτό: Να περάσουν χειροπέδες, να δώσουν ξύλο.
Η αντιστεκόμενη εξεγερσιακότητα που είδαμε στην Αθήνα, ή στη Θεσσαλονίκη, την 28η, ή άλλοτε, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο μίμησης. Δε μπορεί να αναπαρασταθεί από το κράτος. Μπορεί μόνο να συκοφαντηθεί από το κράτος.
Σε αυτή τη βάση ίσως να μπορούμε να συζητήσουμε περί συγκρούσεων, και αν εν τέλει επρόκειτο για μια «σωστή επιλογή» ως προς το σημείο και τη χρονική περίοδο.
Αν μη τι άλλο, ωστόσο, παραμένει ένα κενό: Το κενό της απουσίας τέλειας στρατηγικής. Κι είναι αυτό που διασφαλίζει την εξεγερσιακότητα ως ποιότητα από ένα τύπο αντι-στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας.
Σήμερα, μετά την λαοθάλασσα των Τεμπών, δεν έχουμε πρωτίστως να κάνουμε με ένα ακόμη «αίτημα» προς το κράτος, αλλά για μια εκ μέρους μας αναγνώριση της γύμνιας των παράνομων αδρανειών και πρακτικών του. Αξίζει να συζητήσουμε πώς προχωρούμε πέραν της αναγνώρισης.
Ούτε εξεγερσιολογία, ούτε προβοκατολογία, μα συγκροτημένη αυτοάμυνα απέναντι στη καταστολή που θα έρθει έτσι κι αλλιώς.
Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.
ΚΚΟΚ