Η κοινωνική θύελλα του προηγούμενου διαστήματος με αφορμή την συγκάλυψη του εγκλήματος στα Τέμπη κόπασε απότομα και το κράτος δεν έχασε στιγμή να επιτεθεί στους χώρους που βλέπει να αποτελούν εστίες αντίστασης και αγώνα. Η αρχή έγινε με την πρόσφατα κατηλλειμένη Ρασπράβα στα Εξάρχεια, και η συνέχεια με το στέκι Φυσικού στο ΑΠΘ και την κατάληψη του Ευαγγελισμού στο Ηράκλειο. Όλες ξημερώματα, με κλειστές σχολές και πολύ κόσμο να απουσιάζει από τα κέντρα των πόλεων, επιχειρήσεις με στρατιές πάνοπλων μπάτσων, συνοδευόμενες με κακοστημένα τηλεοπτικά σόου που (ξανα)διακηρύτουν το τέλος της ανομίας.
Δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε και κάτι διαφορετικό. Η καταστολή του λαού, όσων πλήττονται ταξικά και άρα αποτελούν το υποκείμενο που είναι από θέση απέναντι στους σχεδιασμούς κράτους και κεφαλαίου είναι θεμέλιος λίθος της διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης. Η επίθεση δε στις οργανωμένες δομές του κινήματος έρχεται σε κύματα, όποτε οι κοινωνικές αντιστάσεις υποχωρούν. Το κατασταλτικό μένος φυσικά δεν στοχεύει στα παρατημένα κτίρια, ούτε στην απόδοση χώρων στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Οι χώροι δεν είναι παρά σημεία συνάντησης, εκκίνησης , αντεπίθεσης. Δεν αποτελούν το αντίπαλο δέος της εξουσίας απλά και μόνο επειδή υπάρχουν, δεν κινδυνεύουν ούτε παίρνονται πίσω απλά και μόνο με μια μάχη με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Μια εκκένωση ενός εφαλτηρίου αγώνων στην πραγματικότητα έχει άμεση επίδραση στην ίδια την εργατική τάξη, όσο μακρινή κι αν φαίνεται αυτή η σύνδεση, καθώς κάθε αγώνας που δεν θα μπορεί πλέον να στεγάσει είναι ένα ακόμα λιθαράκι στην εντεινόμενη ταξική εκμετάλλευση. Οι καταλήψεις και τα στέκια είναι η ίδια η αντανάκλαση των κοινωνικών-ταξικών αγώνων την κάθε περίοδο, ανακτούνται και δημιουργούνται νέα παράλληλα με την άνθιση των αγώνων.
Η τελευταία πενταετία άλλωστε επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Από την πρώτη ανακοίνωση του νόμου 4777(Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) το ΑΠΘ έγινε πεδίο σύγκρουσης, ταξικής, πολιτικής, ιδεολογικής, υλικής. Με σταθερό διακύβευμα την παρουσία της αστυνομίας στο χώρο του campus και ειδικότερα στη ΣΘΕ δεκάδες στέκια άνοιξαν, έκλεισαν και ξανάνοιξαν μέσα σε αυτά τα χρόνια, πάντοτε ανάλογα με την κοινωνική δυναμική της εκάστοτε περιόδου. Υπάρχει και μια σταθερά όμως, μια σχολή με συνελεύσεις εκατοντάδων . Οι φοιτητές και φοιτήτριες του Φυσικού στο ΑΠΘ λειτουργώντας οριζόντια καταφέρνουν να ξεπερνούν γραφειοκρατικά κολλήματα και επαναπροσδιορίζουν την έννοια του συνδικαλισμού βάσης. Είναι αναρίθμητες οι παρεμβάσεις, οι πορείες, οι εκδηλώσεις, τα καλέσματα, η άμεση αντιπαράθεση όχι μόνο με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, αλλά και συνολικότερα με τους σχεδιασμούς κράτους και κεφαλαίου, αλλά και κάθε πρόθυμου υποστηρικτή τους. Είτε πρόκειται για μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που προσπαθούν να ανελιχτούν στους κόλπους της ΝΔ, είτε για τα ελεγχόμενα από εφοπλιστές ΜΜΕ, είτε για την ίδια την ελληνική αστυνομία, το Στέκι Φυσικού αποτελεί ένα αγκάθι στο λαιμό που πρέπει να αφαιρεθεί με κάθε κόστος, ακριβώς γιατί στεγάζει ένα μεγάλο κομμάτι των προηγούμενων, αλλά και των επόμενων φοιτητικών -και όχι μόνο- αγώνων. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιλέχθηκαν οι διακοπές του Πάσχα για να εκκενωθεί, σε συνέχεια πολλών εκκενώσεων σε μέρες γιορτών και αργιών φοβούμενοι τις κοινωνικές αντιδράσεις. Ο φόβος του κράτους απέναντι σε ένα φοιτητικό στέκι είναι πασιφανής και αποτυπώνεται με μια σειρά σπασμωδικών κινήσεων, με τραμπουκισμούς σε φοιτητές γύρω από τη ΣΘΕ, εισβολή διμοιριών στο ΑΠΘ, ελέγχους σε όλο το κέντρο της πόλης και μια αλλαγή ταμπέλας που λέει ότι δήθεν το στέκι θα γίνει χώρος υποδοχής Αμεα. Είναι βέβαιο ότι αυτή η προσπάθεια εκκένωσης δεν μπορεί να σημάνει και το τέλος του στεκιού, είναι αδύνατον άλλωστε όση στρατιωτική ισχύ και να διαθέτει το κράτος να πετύχει την απομάκρυνση των φοιτητών από τον ίδιο τους τον κοινωνικό χώρο.
Ο Ευαγγελισμός είναι το κέντρο του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου του Ηρακλείου και σαν τέτοιο αποτελεί ένα συμπαγές κοινωνικό οδόφραγμα ενάντια στην εξουσία και την καταστολή, τον καπιταλισμό και το κράτος. Είναι η ιστορία των ανθρώπων που στεγάστηκαν και στεγάζονται εκεί που συνελήφθησαν εκεί, που τραυματίστηκαν από την ΕΛΑΣ, που συμμετείχαν σε δεκάδες συνελεύσεις και δράσεις που λαμβάνουν χώρα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι η έμπρακτη εναντίωση στην λογική της ιδιοκτησίας που θέλει άστεγους ανθρώπους, άστεγες ανάγκες και επιθυμίες μπροστά σε οχυρωμένα με λαμαρίνες και τσιμέντα, άδεια και αναξιοποίητα σπίτια. Είναι ο πόλεμος ενάντια στον φασισμό, ο λόγος που δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος η Χρυσή Αυγή στο κέντρο της πόλης όταν την στήριζαν το κράτος, το παρακράτος, τα κανάλια, η εκκλησία και οι καπιταλιστές. Είναι ανάχωμα στην τουριστικοποίηση και τον εξευγενισμό, και η έμπρακτη στήριξη των τοπικών περιβαλλοντικών αγώνων. Είναι τα δίκτυα αλληλοβοήθειας που στεγάστηκαν και θα στεγάζονται εκεί, και οι δράσεις αλληλεγύης στις μετανάστριες και τους αγώνες τους. Είναι η αφετηρία των αντισυγκέντρωσεων ενάντια στους μισάνθρωπους, τους ρατσιστές και τους ομοφοβικούς, που όσες φορές και εάν προσπάθησαν να πάρουν χώρο στην πόλη βρήκαν την κατάληψη του Ευαγγελισμού απέναντι τους. Είναι οι φεμινιστικοί αγώνες και η καθημερινή μάχη για την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων. Είναι κέντρο οργάνωσης και αγώνα ενάντια στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται η κοινωνία.
Επειδή είναι όλα αυτά, είναι η ζωντανή ιστορία της εμπροσθοφυλακής του κοινωνικού κινήματος του Ηρακλείου. Και για αυτό στοχοποιείται για ακόμα μια φορά. Όπως στοχοποιούνται άλλωστε όλοι οι αγώνες που αναπτύσσονται, στους δρόμους, στα πανεπιστήμια, τις φυλακές και τους χώρους εργασίας.
Η κατάληψη του Ευαγγελισμού εκκενώθηκε το 2023 και ανακαταλήφθηκε δύο μήνες μετά. Η ανακατάληψη στηρίχθηκε με κάθε τρόπο απο χιλιάδες κόσμο του Ηρακλείου, με μεγαλειώδεις πορείες, όπου δήλωσαν ξεκάθαρα ότι δεν ανέχονται να βλέπουν τη γειτονιά του γεμάτη με αστυνομικές δυνάμεις όλων των ειδών της ΕΛΑΣ, αλλά και έναν δυναμισμό και μια αποφασιστικότητα που έδειξαν για ακόμα μία φορά στην πράξη ότι ο Ευαγγελισμός δεν παραδίνεται. Παράλληλα, αυτή η πορεία μπορεί να ήταν το αποκορύφωμα μιας εβδομάδας γεμάτης με δράσεις την περίοδο της εκκένωσης της κατάληψης, αλλά ήταν μόνο η αρχή. Τότε, όπως και τώρα ο κόσμος του Ηρακλείου δήλωσε ότι δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω, μέχρι ο Ευαγγελισμός να επιστρέψει στα χέρια του αγωνιζόμενου πληθυσμού του. Όπως θα κάνει και τώρα.
Στον κόσμο του θεάματος, της προηγμένης τεχνολογίας, των κοινωνικών δικτύων, είναι πολύ συχνό οι έχοντες τα μέσα να καταστρατηγούν την αλήθεια, την αντικειμενικότητα, την ουσία. Στις εκκενώσεις των καταλήψεων λοιπόν υπάρχει και μια άλλη πτυχή, αυτή της επικοινωνιακής διαχείρισης από την κυβέρνηση της ΝΔ και των καθεστωτικών ΜΜΕ. Και ενώ τα μεταξύ τους deal αφορούν εκατομμύρια κρατικών και ιδιωτικών κεφαλαίων, αναπαράγεται τόσο συχνά και με ένταση το “πρόβλημα των καταλήψεων και της δημόσιας περιουσίας ” που αρκετοί εργαζόμενοι ταυτίζονται με τους φόβους και τις επιθυμίες των αφεντικών τους. Όχι απλά λοιπόν δεν αντιδρούν στις εκκενώσεις από την αστυνομία, αλλά τις επικροτούν. Το κράτος, τα αφεντικά και οι μηχανισμοί τους με λίγα λόγια βαφτίζουν τα κινήματα εχθρό όχι δικό τους, αλλά όλων, και μετά έρχονται να λύσουν με την εν μέρει κοινωνικά νομιμοποιημένη καταστολή ένα ψεύτικο πρόβλημα.
Και αν τα παραπάνω μοιάζουν με δυστοπία αδύνατη να ανατραπεί, αρκεί κανείς να ανατρέξει στην ιστορία των καταλήψεων, και όχι μόνο των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα. Όπως η καταστολή και η επιβολή είναι αδιαίρετες με την εξουσία, έτσι είναι και η αντίδραση των καταπιεσμένων, η τάση να παίρνουν πίσω αυτά που τους ανήκουν. Η λέξη εκκένωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα έπιπλα και τα ντουβάρια, δεν μπορούν όμως να εκκενωθούν ολόκληρα κινήματα που στεγάζονται ανά καιρούς στις καταλήψεις. Όσο περισσότεροι και περισσότερες τις υπερασπιστούν, όσο οι δρόμοι είναι γεμάτοι με αμφισβήτηση της εξουσίας και οργή, τόσο πιο γρήγορα οι καταλήψεις θα παίρνονται πίσω και οι φωνές των καταληψιών θα διαταράσσουν την κανονικότητα της ταξικής εκμετάλλευσης, των καθημερινών κρατικών και καπιταλιστικών εγκλημάτων.