Και ξανά πόλεμος στην Μ. Ανατολή. Ένας πόλεμος που εμφανίστηκε σαν σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν αλλά που με την άμεση πλέον συμμετοχή των ΗΠΑ πιστοποίησε αυτό που εξ αρχής ήταν φανερό. Το γεγονός ότι δεν αποτελεί παρά ένα ακόμη «επεισόδιο» της μεγάλης αναμέτρησης που εξελίσσεται στους καιρούς μας. Εκείνης που σχηματικά ας την ορίσουμε σαν αναμέτρηση της «Δύσης» με την «Ανατολή». Αναμφίβολα, σημαντικά τα «τοπικά χαρακτηριστικά αυτής της σύγκρουσης, ο ρόλος, οι επιδιώξεις, οι αντιθέσεις των δυνάμεων της περιοχής. Ωστόσο, δεν μπορεί να κατανοηθεί στα πραγματικά της χαρακτηριστικά, τις διαστάσεις και συνέπειές της αν δεν τη δούμε σε σύνδεση με το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται (διαδραματίζεται) αυτή η σύγκρουση.
Και πάλι για το διακύβευμα
Έχοντας αναφερθεί επανειλημμένα σε αυτό το ζήτημα θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται περισσότερο συνοπτικός. Τι και ποιους αφορά αυτή η συνολική αναμέτρηση. Ήδη, και αναφερόμενος στο «ουκρανικό», είχα επισημάνει το κρίσιμο διακύβευμα που είχε αναδειχτεί μέσα από τη σύγκρουση στο έδαφος της Ουκρανίας. Το αν ΗΠΑ, Δύση θα συνεχίσουν να έχουν την δεσπόζουσα έως κυρίαρχη θέση και ρόλο στον κόσμο ή θα περάσουμε σε μια νέα διάταξη και «ιεραρχία» δυνάμεων.
Το ζήτημα τέθηκε στη βάση σημαντικών εξελίξεων. Της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων που πυροδοτήθηκε μετά τις μεγάλες ανατροπές του 1989-1991 και που έφερε σειρά χωρών με πρώτες τις Ρωσία, Κίνα αλλά και άλλες (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.) να διεκδικούν τη δική τους θέση και ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Των εξελίξεων στο οικονομικό πεδίο στη βάση των οποίων σειρά χωρών μεγέθυναν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ σε σχέση με το αντίστοιχο των ΗΠΑ-Δύσης. Κορυφαία και κρίσιμη εξέλιξη σ’ αυτό το πεδίο, η άνοδος της Κίνας και σε βαθμό που να απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.
Τα διλήμματα των ΗΠΑ
Το σύνολο των εξελίξεων διαμόρφωνε ένα προτσές διαφοροποίησης των παγκόσμιων συσχετισμών και σε τροχιά αμφισβήτησης της δεσπόζουσας θέσης και ρόλου των ΗΠΑ-Δύσης. Μια τέτοια εξέλιξη, και όπως είναι ευνόητο, προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες στις δυνάμεις των ΗΠΑ, Δύσης και έθετε το ζήτημα αντιμετώπισής της. Ιδιαίτερα στα επιτελεία των ΗΠΑ και ως ηγέτιδας δύναμης του δυτικού κόσμου, τέθηκε με την μορφή ενός «διπλού» διλήμματος.
Πρώτο, το αν μια τέτοια εξέλιξη μπορούσε και έπρεπε να αναστραφεί μέσα από μια πολιτική που θα οδηγούσε σε μια νέα οικονομική εκτίναξη των ΗΠΑ που θα υπερέβαινε τις αντίστοιχες προσπάθειες των ανταγωνιστών τους. Δεύτερο, το αν οι ΗΠΑ έπρεπε να κινηθούν σε βάση χρήσης και αξιοποίησης της ισχύος τους για την ανακοπή της.
Ερωτήματα που, όχι τυχαία, αντιστοιχούσαν στο ερώτημα περί τού αν έπρεπε να αντιμετωπιστεί πρώτα η Κίνα ή η Ρωσία και τα οποία βρήκαν και τις πολιτικές τους εκφράσεις στους αντίστοιχους πολιτικούς σχηματισμούς (Δημοκρατικοί, Ρεπουμπλικάνοι) με χαρακτηριστική την ανάδειξη της φιγούρας του Τραμπ. Ταυτόχρονα, ερωτήματα που βαρύνονταν από την πίεση του «χρόνου», καθώς -και όχι αβάσιμα-θεωρούνταν πως δεν είναι σύμμαχός τους.
Ανοίγοντας τις πύλες της κολάσεως
Προσπερνώντας σειρά ζητημάτων και εξελίξεων, στις οποίες έτσι κι αλλιώς έχω κατά καιρούς αναφερθεί, ας περάσω σ’ αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει. Η προεδρία Μπάιντεν αποφάσισε να κινηθεί στην κατεύθυνση που από χρόνια προετοιμαζόταν από τις ΗΠΑ. Την εξουδετέρωση του ρωσικού παράγοντα σαν τον κρίκο που θα μπορούσε να σύρει την αλυσίδα συνολικά των επιδιώξεων των ΗΠΑ. Μοχλός, η διαμόρφωση της Ουκρανίας σε προκεχωρημένη βάση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, μια κίνηση με στοιχεία πολεμικού χαρακτήρα.
Απέναντι σ’ αυτά ο ρωσικός ιμπεριαλισμός «απάντησε» με την στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία. Μια εξέλιξη που έφερε αντιμέτωπες στρατιωτικά τη Ρωσία από τη μια και μια Ουκρανία, που στηριζόταν από το σύνολο των δυνάμεων του ΝΑΤΟ, από την άλλη. Μια σύγκρουση που έφερε σε πρώτο πλάνο και στην ημερήσια διάταξη το μεγάλο διακύβευμα, στο οποίο αναφέρθηκα προηγούμενα. Ταυτόχρονα, μια σύγκρουση που μέσα από τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών και ανυπολόγιστων καταστροφών έχει οδηγηθεί τελικά σε αδιέξοδο. Ούτε η Δύση πέτυχε τους στόχους της αλλά ούτε και η Ρωσία, παρά την υπεροχή που εμφανίζει πλέον «επί του πεδίου», δείχνει να πετυχαίνει τους δικούς της.
Με τον Τραμπ στο προσκήνιο
Με βάση το σύνολο των δεδομένων, είχαμε την επανεκλογή Τραμπ, ο οποίος υποτίθεται ότι θα προωθούσε τη δική του και διαφορετική ατζέντα. Σε σχέση με αυτό να υπενθυμίσω κατ’ αρχάς αυτά που ήδη εξ αρχής είχα αναφέρει.
α) Ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν σκέφτεται, ό,τι και αν σχεδιάζει ο Τραμπ, ένα δεν μπορεί να κάνει. Να προσπεράσει το διακύβευμα που έχει αναδειχτεί σε πρώτο πλάνο μέσα από αυτήν τη σύγκρουση.
β) Με αυτό ως δεδομένο, για να μπορέσει να κινηθεί με βάση τη δική του -ας το υποθέσουμε- ατζέντα, απαράβατος όρος είναι το να απαγκιστρωθεί από το «ουκρανικό» πρόβλημα και στη βάση των δικών του όρων.
Αυτό και επεχείρησε μετά την ανάληψη της προεδρίας, εμφανιζόμενος μάλιστα ως «ειρηνοποιός». Το αποτέλεσμα ήταν η επιβεβαίωση του αδιεξόδου. Αυτό δεν οφείλεται στους χειρισμούς ή τις διαθέσεις του Τραμπ ή του Πούτιν. Οφείλεται κατά πρώτο και κύριο λόγο στις διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις των δύο πλευρών. Ταυτόχρονα, συνδέεται με το ότι οι περιπλοκές που χαρακτηρίζουν το πλέγμα του ουκρανικού ζητήματος είναι τέτοιες που κάνουν από πολύ δύσκολη έως αδύνατη την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής και έστω προσωρινής διευθέτησης.
Παράλληλα, ο Τραμπ επεχείρησε να προωθήσει τους στόχους του στο οικονομικό πεδίο και στην κατεύθυνση ισχυροποίησης των οικονομικών δεικτών των ΗΠΑ. Η πιο χαρακτηριστική των κινήσεών του, η εξαγγελία επιβολής υψηλών δασμών στον μεγαλύτερο αριθμό των εισαγόμενων στις ΗΠΑ προϊόντων. Μια κίνηση που είχε ως πρώτο στόχο την Κίνα, αλλά που, ταυτόχρονα, έθιγε και τα συμφέροντα πολλών χωρών και ανάμεσά τους και συμμάχων των ΗΠΑ (Ευρωπαίων κ.ά.). Το «κέρδος» ήταν μια επαναδιαπραγμάτευση με κάποιους όρους σχετικά επωφελείς για τις ΗΠΑ. Συνολικά, ωστόσο, οι κινήσεις και σ’ αυτό το πεδίο δεν έφεραν -και ούτε άλλωστε θα μπορούσαν να δώσουν- τα αποτελέσματα που ευαγγελιζόταν ο Τραμπ. Να δώσουν στις ΗΠΑ εκείνη την ώθηση που θα ενίσχυε και θα εδραίωνε την οικονομική τους πρωτοκαθεδρία.
Σε τροχιά …Μπάιντεν
Το πρόβλημα των ΗΠΑ (και του Τραμπ) παρέμενε στο ακέραιο, καθώς και στα δύο πεδία που κινήθηκε δεν είχε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Με βάση αυτά τα δεδομένα (και αυτά), τα πράγματα οδηγήθηκαν στο να τεθεί σε πρώτο πλάνο η κλιμάκωση τής ήδη υπαρκτής παρέμβασης των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή. Μια περιοχή στην οποία είχαν ήδη ανοίξει σειρά μετώπων και στα οποία, μάλιστα, τα γεγονότα εξελίσσονταν με ευνοϊκό τρόπο για τις επιδιώξεις των ΗΠΑ.
Αναφέρομαι στην πτώση του συριακού καθεστώτος, που αποτέλεσε ήττα στρατηγικού χαρακτήρα για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Και βεβαίως, αναφέρομαι στα πλήγματα ενάντια σε Χεζμπολάχ και Χαμάς. Την επιχείρηση «εκκαθάρισης» του παλαιστινιακού ζητήματος μέσα από τη σφαγή των Παλαιστινίων από τα σιωναζιστικά κτήνη.
Εξελίξεις που, πέραν των άλλων, αποστερώντας το Ιράν από σημαντικούς συμμάχους του, το ανέδειξαν σαν τον επόμενο στόχο. Έναν στόχο για τον οποίο οι ΗΠΑ προετοιμάζονταν από καιρό, καθώς τον είχαν θέσει ως τέτοιο ήδη από το 2001 (για να μην πάω πιο πίσω) και σαν συνέχεια της επιδρομής τους σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Προβλήματα και επιδιώξεις
Σήμερα και με βάση τις εξελίξεις, θεωρείται ότι μπορεί να τεθεί επί τάπητος και ένα τέτοιο ζήτημα. Και για να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Δεν υπάρχει κανείς που να αμφιβάλει ότι η επίθεση του σιωναζιστικού μορφώματος στο Ιράν προγραμματίστηκε, σχεδιάστηκε και προωθήθηκε από τα επιτελεία των ΗΠΑ.
Αυτό τεκμαίρεται όχι μόνο επειδή στηρίζεται οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά από τις ΗΠΑ. Το κύριο βρίσκεται στο ότι επιχειρήσεις τέτοιας κλίμακας δε θα μπορούσαν να επιχειρηθούν αν δεν εντάσσονταν στους ευρύτερους σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Άλλωστε, το ότι χρειάστηκε να επέμβουν άμεσα οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ δείχνει και με τον πιο καθαρό τρόπο το πόσο δικό τους είναι το όλο εγχείρημα.
Δεύτερο και όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έχω την άποψη ότι μόνο ως έναν βαθμό αποτελεί στόχο και σ’ ένα άλλο αποτελεί το «όχημα» προώθησης των ευρύτερων επιδιώξεων των ΗΠΑ. Ας εξηγηθώ περισσότερο.
Είναι γνωστό ότι οι ίδιες οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εκτιμούν ότι το Ιράν δεν έχει τη δυνατότητα απόκτησης πυρηνικού όπλου στο ορατό μέλλον. Μια εκτίμηση που ο Τραμπ απέρριψε χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Εξηγήσιμη η στάση του.
Κατά τον Τραμπ, το Ιράν «έπρεπε» να βρίσκεται πολύ κοντά στην απόκτηση πυρηνικού όπλου. Όπως, παλιότερα, «έπρεπε» ο Σαντάμ να διαθέτει χημικό ή και πυρηνικό οπλοστάσιο. Μια «εκτίμηση» που στις ίδιες τις ΗΠΑ αναγνωρίστηκε αργότερα ως λάθος. Μόνο που με βάση αυτό το «λάθος» προχώρησαν στην εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ιρακινών και τη διάλυση της χώρας τους. Και είναι ακριβώς με βάση αυτά τα δεδομένα που αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των υποτιθέμενων διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Με το Ιράν να διατίθεται να μετάσχει σε αυτές και τις ΗΠΑ να τις χρησιμοποιούν παραπλανητικά, μια και είχαν ήδη αποφασίσει να πραγματοποιήσουν την επίθεσή τους στο Ιράν.
Άμεσοι και ευρύτεροι στόχοι
Ο κυριότερος στόχος δεν είναι άλλος από εκείνον που υπαγορεύουν οι συνολικότερες στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στην περιοχή. Η, όπως αναφέρεται, «αναμόρφωση του χάρτη της Μ. Ανατολής». Βασικός κρίκος εδώ η δραστική αποδυνάμωση, η εξουδετέρωση του Ιράν ως παράγοντα ισχύος στην περιοχή που αντιτίθεται στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ ή ακόμη και -προοπτικά- η ανατροπή του καθεστώτος. Έχει μια ιδιαίτερη σημασία και βοηθάει στην κατανόηση πολλών πραγμάτων το να δούμε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο.
Θα αποτελούσε μια εξέλιξη που θα υπηρετούσε τόσο τα γεωστρατηγικά όσο και τα οικονομικά συμφέροντα και επιδιώξεις των ΗΠΑ. Στο πεδίο της γεωστρατηγικής θα αποτελούσε ένα καίριας σημασίας πλήγμα τόσο σε βάρος της Ρωσίας όσο και σε βάρος της Κίνας. Θα έκοβε τις διόδους πρόσβασης της Ρωσίας στον Ινδικό ωκεανό. Θα έκοβε τους δρόμους προσπέλασης της Κίνας (δρόμος του μεταξιού κ.λπ.) προς την περιοχή της Μ. Ανατολής αλλά και την Ευρώπη. Θα έπληττε ακόμη περισσότερο οικονομικά την Κίνα, καθώς ένα μεγάλο μέρος των αναγκαίων για την οικονομία της καυσίμων το προμηθεύεται από το Ιράν. Ένα ζήτημα που αφορά και τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ που ήδη αντιμετωπίζουν οξύτατο ενεργειακό πρόβλημα.
Μπορούμε, ακόμη, βλέποντας λίγο μακρύτερα, να δούμε το «μήνυμα» που αποστέλλεται στις χώρες τις περιοχής. Και εννοώ όλες. Ακόμη και αυτές που είχαν και έχουν αντιθέσεις με το Ιράν και διάκεινται φιλικά προς τις ΗΠΑ. Εκτιμώ ότι μάλλον θα νιώθουν κάποιο σύγκρυο όταν βλέπουν να παγιώνεται, να «νομιμοποιείται» η δυνατότητα των ΗΠΑ να τσακίζουν τον καθένα που θα δυστροπούσε ή θα παρέκλινε των σχεδιασμών τους. Όταν βλέπουν το Ισραήλ να παγιώνει τον ρόλο του ως το υπερεξοπλισμένο μαντρόσκυλο των ΗΠΑ στην περιοχή και μάλιστα το μοναδικό με πυρηνικά όπλα. Ένα δεδομένο που η «ευαίσθητη» περί του θέματος Δύση και σε μια εξοργιστική επίδειξη θρασύτητας και υποκρισίας, καμώνεται πως δεν το βλέπει.
Με τον γνωστό αμερικανικό τρόπο
Αυτά είναι τα δεδομένα και οι επιδιώξεις στη βάση των οποίων κινήθηκαν και κινούνται οι ΗΠΑ. Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι ο Τραμπ, και σε σχέση με το «δίλημμα» στο οποίο αναφέρθηκα, επέλεξε ένα πεδίο στο οποίο θεωρεί ότι μπορεί να βρει τις απαντήσεις στα ζητήματα που απασχολούν τις ΗΠΑ. Τόσο στο γεωστρατηγικό όσο και στο οικονομικό, με άμεση και επιθετική χρήση της αμερικανικής ισχύος.
Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι η κίνησή του, και ανεξάρτητα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από την αντίστοιχη του Μπάιντεν στην Ουκρανία. Ειδικότερα και όσον αφορά τη στρατιωτική του πλευρά, σημαίνει ότι το Ισραήλ δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την «βρόμικη δουλειά», όπως με απίστευτο κυνισμό δήλωσε ο Γερμανός καγκελάριος. Από άποψη συνεπειών αξίζει να σημειωθεί ότι ο βομβαρδισμός πυρηνικών εγκαταστάσεων αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας στο βαθμό που μπορεί να προκαλέσει διαρροή ραδιενέργειας που θα μολύνει όλη την περιοχή. Από πολιτική άποψη κάνει φανερό εκείνο που μπορούσε κανείς να διακρίνει από τα πριν. Ότι είναι ένας πόλεμος των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν, ενάντια στους λαούς της περιοχής, ενάντια στους ανταγωνιστές τους.
Νικητές και ηττημένοι
Ως προς τα γεγονότα, είχαμε τον βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν από τις ΗΠΑ. Την επιβολή στη συνέχεια μιας εκεχειρίας η οποία και έγινε αποδεκτή (πόσο και για πόσο, θα δούμε) από όλες τις πλευρές. Το ερώτημα πλέον αφορά στο τι μέλλεται να συντελεστεί απ’ εδώ και πέρα και σ’ αυτό οι απαντήσεις μόνο εύκολες δεν είναι. Ας ξεκινήσω από εκείνα για τα οποία μπορούν να διατυπωθούν κάποιες εκτιμήσεις.
Θεωρώ ότι με βάση τα όσα συντελέστηκαν, το αποτέλεσμά τους συνιστά μια αναμφισβήτητη νίκη των ΗΠΑ, του Ισραήλ και με μια έννοια συνολικά της Δύσης. Εμφανίζονται, πλέον, οι ΗΠΑ ως ο αδιαφιλονίκητος ρυθμιστής των εξελίξεων στην περιοχή και το Ισραήλ ως η δύναμη που με δική της πρωτοβουλία και δράση πυροδότησε μια τέτοια εξέλιξη.
Από την άλλη μεριά, άλλο τόσο αναμφισβήτητη είναι η ήττα του Ιράν και κατ’ επέκταση των συμμάχων του, Ρωσίας και Κίνας. Αυτό δεν το συνδέω και τόσο με την πιθανολογούμενη καταστροφή των πυρηνικών του εγκαταστάσεων ούτε με τις γενικότερες απώλειες που είχε σε στελέχη, επιστημονικό προσωπικό, οπλικά συστήματα και υποδομές.
Το συνδέω κυρίως με το ότι απέναντι στην επίθεση που δέχτηκε από τις ΗΠΑ και το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει συνολικά την αμερικανική στρατιωτική ισχύ υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί και να αποδεχτεί στην ουσία τον ρυθμιστικό ρόλο των ΗΠΑ σ’ αυτήν την σύγκρουση.
Για το ότι οι εξελίξεις συνιστούν ήττα και για τις Ρωσία και Κίνα δεν νομίζω ότι χρειάζονται κάποια ιδιαίτερα επιχειρήματα. Πέρα από τις γνωστές φραστικές καταδίκες της επίθεσης, δεν γνωρίζω αν και σε ποια κλίμακα ενίσχυσαν στρατιωτικά το Ιράν, άμεσα ή μέσω τρίτων (Β. Κορέα, Πακιστάν κ.λπ.). Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρξε μια τέτοια βοήθεια, δεν ήταν εκείνης της κλίμακας που να έχει βαρύνουσα σημασία στην εξέλιξη της σύγκρουσης. Το γεγονός είναι ότι στην ουσία βρέθηκαν βασικά «απ’ έξω» από μια σύγκρουση, στην οποία διακυβεύονταν καίριας σημασίας οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά τους συμφέροντα. Μια ήττα που ήρθε να προστεθεί και σε άλλες που έχουν υποστεί σ’ αυτή την περιοχή, με τελευταία την περίπτωση της Συρίας.
Μια ιδιαίτερη πλευρά
Θα ήθελα να σταθώ και σε μια άλλη και κάπως «ιδιαίτερη» πλευρά. Στο ότι οι εξελίξεις συνιστούν ήττα συνολικά του αραβικού και εν γένει μουσουλμανικού κόσμου. Έχω επίγνωση των αντιθέσεων ανάμεσα σε αραβικές χώρες και το Ιράν που, άλλωστε, δεν είναι αραβική χώρα. Μόνο που το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται εδώ και πάνω από έναν αιώνα, υπερβαίνει αυτές τις αντιθέσεις και προβάλλει και μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Σ’ αυτή τη βάση θεωρώ πως πρόκειται για μια ήττα όχι μόνο των λαών της περιοχής, όχι μόνο των Παλαιστίνιων αλλά και των αρχουσών τάξεων της περιοχής, αστικών και φεουδαρχικών.
Θεωρώ πως πρόκειται και για μια ακόμη ήττα που έρχεται να προστεθεί στην αλυσίδα σειράς ανάλογων ηττών. Την ήττα του 1948 με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και τη Νάγκμπα των Παλαιστινίων. Την ήττα στον πόλεμο των έξι ημερών (1967) που σήμανε την αρχή του τέλους του νασερισμού. Τη διάλυση του Παλαιστινιακού Στρατού από τον Αραφάτ (Βηρυτός 1982). Την μεγάλη σειρά διαδοχικών στρατιωτικών, πολιτικών και «διπλωματικών» ηττών που οδήγησαν στην αναγνώριση του Ισραήλ από το σύνολο σχεδόν των αραβικών χωρών. Την ανατροπή Καντάφι, την καταστροφή του Ιράκ, τη διάλυση της Συρίας.
Η ήττα του Ιράν είναι ένας ακόμη κρίκος της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που περισφίγγει τους λαούς και τις χώρες της περιοχής. Αποτελεί ένα ακόμη καθοριστικό βήμα στην εδραίωση και «νομιμοποίηση» του σιωναζιστικού μορφώματος σαν το υπερεξοπλισμένο μαντρόσκυλο του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Τη διαμόρφωση μιας κατάστασης όπου κάθε χώρα της περιοχής, ακόμη και οι εμφανιζόμενες ως ισχυρές και με «φιλικούς» δεσμούς με τη Δύση, μπορούν να βρεθούν στην μέγγενη των ιμπεριαλιστικών «ρυθμίσεων».
Κρίσιμα ερωτήματα
Αυτά δεν σημαίνουν ότι όλα βαίνουν καλώς για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Αναμφίβολα, ΗΠΑ και Ισραήλ θα κινηθούν στην τροχιά αξιοποίησης και στερέωσης των αποτελεσμάτων της νίκης τους. Παραμένει, ωστόσο, ανοιχτό το ερώτημα περί του αν, πόσο, σε ποια έκταση και σε ποιο βάθος μπορούν να το κατορθώσουν.
Αναφέρθηκα ήδη στο ότι συνολικά η κατάσταση χαρακτηρίζεται από πολλές μεταβλητές, αστάθμητους παράγοντες και σε σχέση σύμπλεξης και αλληλεπίδρασης αναμεταξύ τους. Μια κατάσταση που θέτει πολλά ερωτήματα και σε αναφορά με το πώς μπορούν να εξελιχθούν.
Ένα πρώτο ερώτημα αφορά το τι θα απαιτήσουν και μέχρι πού θα πιέσουν ΗΠΑ και Ισραήλ το Ιράν. Απαιτήσεις που θα αφορούν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το στρατιωτικό πυραυλικό του οπλοστάσιο και γενικότερα μέχρι ποιου σημείου θα επιχειρήσουν να το ξεδοντιάσουν. Ακόμη περισσότερο, πόσο, με ποια μέσα και από ποιους δρόμους θα πιέσουν για πολιτικές αλλαγές στο Ιράν.
Δεύτερο, το πώς θα αντιμετωπιστούν όλα αυτά από το Ιράν.
Τρίτο, πόσο θα αναμειχθούν Ρωσία-Κίνα, πόσο και με ποιους τρόπους θα στηρίξουν το Ιράν.
Τέταρτο, πώς θα διαμορφωθεί η στάση των χωρών της περιοχής.
Πέμπτο, πόσο και μέσα από ποιες μορφές θα επιδράσουν στα τεκταινόμενα στην περιοχή οι γενικότερες εξελίξεις στον κόσμο με τα τόσα ανοιχτά μέτωπα και σε όλα τα πεδία.
Το ζήτημα είναι πολιτικό
Ως προς το πρώτο. Ας ξεκινήσω από ένα ζήτημα που πολύ απασχολεί τη δημόσια συζήτηση και έχει προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις ακόμη και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αναφέρομαι στις απόψεις περί του αν οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί, και ιδιαίτερα το χτύπημα στο Φορντό, κατέστρεψαν ολοσχερώς το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και σε βαθμό μη αναστρέψιμο.
Προφανώς και δεν είμαι αρμόδιος να αποφανθώ για την «τεχνική», ας το πω έτσι, πλευρά του ζητήματος. Μόνο που θεωρώ ότι το ζήτημα συνδέεται ως έναν βαθμό με την τεχνική του πλευρά, ενώ στην κύρια και βασική του αποτελεί πολιτικό ζήτημα. Ας εξηγηθώ.
Εφόσον μια χώρα έχει φθάσει σε ένα επίπεδο επιστημονικής γνώσης, διαμόρφωσης ενός ανάλογου επιστημονικού δυναμικού, οικοδόμησης αντίστοιχου τεχνοβιομηχανικού πλέγματος, αυτό σημαίνει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να διαγραφεί σαν να μην υπήρξε. Πολύ απλά σημαίνει ότι σε ένα α ή β χρονικό διάστημα μπορεί να αποκαταστήσει τις όποιες ζημιές και απώλειες και να επανέλθει στο επίπεδο το οποίο βρισκόταν.
Το πρόβλημα είναι κατά αποφασιστικό λόγο πολιτικό. Στο κατά πόσο δηλαδή αυτή η χώρα, η άρχουσα ελίτ, αποφασίσει είτε αφ’ εαυτής είτε υποχρεωθεί από άλλες δυνάμεις να παραιτηθεί από μια τέτοια δυνατότητα και κατεύθυνση. Θα επανέλθω σ’ αυτό το θέμα. Αυτήν την πραγματικότητα, ό,τι κι αν λέει με το γνωστό του πλέον στυλ ο Τραμπ, το αντιλαμβάνονται πολύ καλά τόσο οι επιτελείς των ΗΠΑ όσο και του Ισραήλ.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι εκεί θα επικεντρώσουν απ’ εδώ και πέρα και αυτό είναι κάτι που θα φανεί πιο καθαρά στους όρους που θα επιχειρήσουν να επιβάλλουν στις επικείμενες διαπραγματεύσεις. Όρους που δε θα αφορούν μόνο τα πυρηνικά αλλά και το πυραυλικό οπλοστάσιο του Ιράν και γενικότερα τα οπλικά του συστήματα. Όρους που θα αφορούν και δεσμεύσεις του Ιράν, όσον αφορά την αντιμετώπιση των ζητημάτων της περιοχής ή ακόμη και τη μορφή των σχέσεών του με άλλες δυνάμεις, όπως λ.χ. με Ρωσία, Κίνα.
Ακόμη περισσότερο ανοιχτά ή και με διάφορους άλλους τρόπους θα συνεχιστούν οι παρεμβάσεις και πιέσεις για πολιτικές αλλαγές στο Ιράν, καθώς θεωρούν ότι μόνο με μια αλλαγή καθεστώτος διασφαλίζονται πλήρως οι επιδιώξεις τους.
Για Ρωσία-Κίνα
Προσπερνώ εδώ το δεύτερο ερώτημα (θα αναφερθώ παρακάτω) για να περάσω στο τρίτο. Στο πώς θα κινηθούν πλέον Ρωσία και Κίνα.
Θεωρώ βέβαιο ότι θα προσπαθήσουν να στηρίξουν το Ιράν με κάθε τρόπο. Οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, καθώς μάλιστα κάτι τέτοιο υπαγορεύεται και από δικά τους στρατηγικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Υπάρχουν και σ’ αυτό οι δυο βασικές πλευρές του ζητήματος. Η πολιτική και η «τεχνική» στρατιωτική.
Θεωρώ και πάλι ότι αυτή που έχει την αποφασιστική σημασία είναι η πολιτική. Αφορά το κατά πόσο το Ιράν, η πολιτική του ηγεσία θα στραφεί σε μια τέτοια κατεύθυνση και μέχρι ποιου σημείου.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα έχει τη δική της βαρύτητα και η «τεχνική» στρατιωτική πλευρά του ζητήματος. Στις συγκρούσεις που υπήρξαν διαφάνηκε η μεγάλη αδυναμία του Ιράν σε αεροπορική ισχύ και αποτελεσματική αεράμυνα που είχε ως συνέπεια την απόλυτη κυριαρχία της ισραηλινής αεροπορίας στον ιρανικό εναέριο χώρο. Ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί -τουλάχιστον όχι άμεσα- ακόμη και αν υποθέσουμε ότι Ρωσία και Κίνα θα προθυμοποιηθούν (πράγμα όχι και τόσο βέβαιο) να εφοδιάσουν το Ιράν με σύγχρονα αεροπλάνα και οπλικά συστήματα. Μόνο που αυτό δεν αρκεί.
Η αποτελεσματική λειτουργία και δράση αυτών των δυνάμεων προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία ενός ολάκερου πλέγματος που περιλαμβάνει την εκπαίδευση των πιλότων, του επίγειου προσωπικού, μάχιμου και τεχνικού, τη διασύνδεση της λειτουργίας όλων των συστημάτων (ραντάρ, δορυφορική διασύνδεση κ.λπ.). Όλα αυτά το λιγότερο που απαιτούν είναι τον χρόνο τους, έναν χρόνο που καθόλου δεν είναι βέβαιο (μάλλον το αντίθετο) ότι θα του παραχωρήσουν ΗΠΑ και Ισραήλ.
Στην τροχιά των ΗΠΑ
Σε σχέση με τη στάση των χωρών της περιοχής. Ολοφάνερα άλλες με μεγαλύτερη προθυμία και άλλες όχι και τόση, κινούνται στην τροχιά αποδοχής των τετελεσμένων. Στο σύνολό τους, ακόμη και η αρειμάνια Τουρκία, δε δείχνουν διατεθειμένες να αντιταχθούν στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Το «αγκάθι» εδώ είναι, όπως πάντα, το Παλαιστινιακό που όσο και αν συνέργησαν στο θάψιμό του, τόσο και αναδείχνεται κάθε τόσο σαν πρόβλημα που ζητάει απαντήσεις. Με δεδομένες τις διαθέσεις Ισραήλ, ΗΠΑ απέναντι στην παλαιστινιακή υπόθεση, το αν οι ΗΠΑ θελήσουν και μπορέσουν να τους προσφέρουν ως «καρότο» μια «ρύθμιση» που θα τους παρέχει προσχήματα αποδοχής της, είναι κάτι που μένει να το δούμε.
Απ’ εκεί και πέρα, η στάση τους θα διαμορφώνεται με βάση τις ιδιαίτερες επιδιώξεις της κάθε χώρας, τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Τον ρόλο και τα όρια των «αρμοδιοτήτων» τους μέσα σε ένα «κηδεμονευόμενο» από τις ΗΠΑ πλαίσιο. Πέρα από αυτό, εξελίξεις που μπορούν να διαταράξουν αυτές τις ισορροπίες είναι αυτές που μπορεί να συντελεστούν στο γενικότερο διεθνές πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από την εξέλιξη μιας αναμέτρησης ευρύτερων διαστάσεων που θα διαμορφώνει τις κινήσεις και ιεραρχήσεις των ιμπεριαλιστών και τις αντίστοιχες επιδράσεις τους στην περιοχή.
Το κρίσιμο ζήτημα
Ας έρθω πλέον στο ερώτημα που παρέκαμψα. Θεωρώ κρίσιμη για την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις τη στάση του Ιράν. Το πόσο δηλαδή θα αντέξει στις πιέσεις που θα του ασκηθούν από ΗΠΑ, Ισραήλ, Δύση, που μπορεί να φθάσει έως και την επανάληψη των στρατιωτικών επιθέσεων ενάντιά του.
Αυτό σχετίζεται και με τη στήριξη που θα πάρει από Ρωσία, Κίνα αλλά κυρίως υπόκειται σε μια θεμελιώδη συνάρτηση. Το πώς θα διαμορφωθεί το εσωτερικό του μέτωπο. Είναι γεγονός και σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, ότι η επίθεση που δέχτηκε οδήγησε σε μια πατριωτικού χαρακτήρα συσπείρωση του λαού του Ιράν.
Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται αφορά την στερεότητα αυτής της συσπείρωσης, τις αντοχές της σε βάθος χρόνου και με δεδομένα τα προβλήματα και τις πιέσεις που αντιμετωπίζει. Πολύ περισσότερο που η ιρανική κοινωνία χαρακτηρίζεται από οξύτατες κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις και αντιθέσεις.
Είναι γεγονός ότι το ιρανικό καθεστώς διατηρεί ακόμη σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Ταυτόχρονα, ωστόσο, και με βάση τα αντιδραστικά αναχρονιστικά του χαρακτηριστικά αντιμετωπίζει και την αντίθεση μεγάλου μέρους της ιρανικής κοινωνίας. Μια αντίθεση η οποία έχει εκδηλωθεί αρκετές φορές για να αντιμετωπιστεί από το καθεστώς με την χρήση της πιο απροκάλυπτης βίας. Βαρύνουσα σημασία και ιδιαίτερα στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, η χρόνια αντίθεση ανάμεσα στις κυρίαρχες φεουδαρχικές και τις αστικές δυνάμεις που διεκδικούν τον ρόλο τους. Μια αντίθεση ταξικού χαρακτήρα και με αντικείμενο το ποια πλευρά θα έχει το πάνω χέρι. Είναι γεγονός ότι κατά καιρούς έχουν επιχειρηθεί συμβιβασμοί και στη βάση αναζήτησης ενός modus vivendi. Ταυτόχρονα, έχουν τη σημασία τους και φαινόμενα όσμωσης ανάμεσα στις δύο πλευρές, οι οποίες, ωστόσο, δεν αναιρούν ούτε την ύπαρξη της αντίθεσης ούτε το ότι η φεουδαρχική πλευρά συνεχίζει να έχει τον τελικό λόγο.
Στις συνθήκες που διαμορφώνονται, πλέον, σημαντικό δεδομένο αποτελεί το ότι οι λαϊκές δυνάμεις δεν έχουν για την ώρα την δική τους πολιτική έκφραση και αντίστοιχο ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα θα κριθεί κυρίως με βάση το πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στις φεουδαρχικές και τις αστικές δυνάμεις.
Σε σχέση με αυτό διακινούνται κάποια σενάρια. Από εκείνα που «προβλέπουν» την επικράτηση της πιο «σκληρής» πτέρυγας του καθεστώτος, μέχρι εκείνες που «βλέπουν» την επικράτηση των αστικών ή ακόμη και εκείνων που προβλέπουν σε μια συνεργασία με τις ΗΠΑ, Δύση.
Σε σχέση με αυτό δεν έχουν και πολύ νόημα προβλέψεις έτσι ή αλλιώς παρακινδυνευμένες. Όπως και να ‘χει, και όσο με αφορά, θεωρώ ότι το κρίσιμο για το Ιράν βρίσκεται στο κατά πόσο μπορεί να διαμορφωθεί ένα σχετικά έστω σταθερό μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Ένα μέτωπο που να μπορεί να διασφαλίζει τη συνοχή και στήριξη της ιρανικής κοινωνίας απέναντι στις πιέσεις και τους κινδύνους που αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει το Ιράν. Ένα ερώτημα εδώ που παραμένει ανοιχτό με δεδομένα τόσο τις εσωτερικές αντιφάσεις, αντιθέσεις και προβλήματα, όσο και αυτά που έρχονται «απ’ έξω».
Τίποτα δεν έχει «κλείσει» οριστικά
Άλλο τόσο παραμένει ανοιχτό το ερώτημα για το πώς γενικότερα θα εξελιχθούν τα πράγματα απ’ εδώ και πέρα.
Είναι γεγονός, και όπως ήδη έχω αναφέρει, ότι ΗΠΑ, Ισραήλ, Δύση έχουν πετύχει μια σημαντική νίκη, έχουν διαμορφώσει όρους και δεδομένα στήριξης των σχεδίων και επιδιώξεών τους. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι έχουν διασφαλίσει την απόλυτη κυριαρχία τους στην περιοχή και εις το διηνεκές.
Η περιοχή της Μ. Ανατολής θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από οξύτατες αντιφάσεις και αντιθέσεις και σε όλους τους πιθανούς «συνδυασμούς» ανάμεσά τους.
Θα συνεχίσει να αποτελεί πεδίο του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Θα συνεχίσει να δέχεται τις επιδράσεις της εξελισσόμενης μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις της «Δύσης» με εκείνες της «Ανατολής».
Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα συνεχίσει να δημιουργεί νέα «επεισόδια» και ίσως πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι προβλέπεται από διάφορες εκτιμήσεις. Ίδωμεν!
Βασίλης Σαμαράς
https://antigeitonies3.