Του Θάνου Λεύκου
Χιλή, Οκτώβριος 2019. Κοινωνική εξέγερση ξεσπά στη χώρα με αφορμή την ανακοινωμένη αύξηση των τιμών των εισιτηρίων του μετρό. Μαθητές/ριες, φοιτητές/ριες, εργαζόμενοι/ες πηδούν πάνω από τα τουρνικέ και προχωρούν σε μαζικές ενεργητικές διαμαρτυρίες βιώνοντας τη βίαιη κρατική καταστολή. Η οργή βγαίνει έξω από τους σταθμούς του μετρό και μετουσιώνεται σε εξέγερση απέναντι στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, τη διαφθορά, την έμφυλη βία, το στεγαστικό πρόβλημα, την ιδιωτικοποιημένη παιδεία, τους αποκλεισμούς των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, ιδιαίτερα των Ιθαγενικών φυλών, και απέναντι στα κατάλοιπα ενός απολυταρχικού Συντάγματος που έχει τις ρίζες του στην εποχή του Πινοσέτ. Μαζικές συγκρούσεις ακολουθούν στους δρόμους το επόμενο διάστημα με την κυβέρνηση του Πινιέρα να επιστρατεύει για ακόμη μία φορά τις ένοπλες δυνάμεις και τους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς. Άνθρωποι όλων των ηλικιών διαδηλώνουν και βάζουν μπροστά το κορμί τους απέναντι στη βαναυσότητα της κρατικής κατασταλτικής μανίας, εξάλλου η ιστορία της Χιλής είχε δημιουργήσει μια συλλογική απέχθεια απέναντι στις ένοπλες ένστολες ομάδες. Παρά την μερική υποχώρηση του Πινιέρα, παίρνοντας πίσω το μέτρο της αύξησης του εισιτηρίου και μετά από πλήθος καταδικών για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οργή και το πάθος των εξεγερμένων δεν κάμπτεται. Οι μικροπαραχωρήσεις και η προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής οργής δεν αποδίδει καρπούς για το κράτος και την κυβέρνηση, έτσι στις 15 Νοεμβρίου πραγματοποιείται κάλεσμα για τη συγγραφή/αναθεώρηση ενός νέου Συντάγματος.
My Imaginary Country
Ακολουθώντας το μοτίβο του ποιητικού σινεμά σμηλεμένο από τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, η τελευταία ταινία του Πατρίσιο Γκουσμάν, η οποία κυκλοφόρησε το 2022, σε μία πρώτη ανάγνωση δεν καταφέρνει να φτάσει τα επίπεδα ποιητικής αναψηλάφισης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας προηγούμενων ταινιών του (Nostalgia for the Light, The Pearl Button, The Cordillera of Dreams). Ωστόσο αποτελεί μία ειλικρινή προσπάθεια του δημιουργού να αποτυπώσει οπτικοακουστικά, παραμένοντας πιστός στο δημιουργικό του μοτίβο, μία τεράστιας σημασίας ιστορική στιγμή, αυτή τη φορά μιλώντας για το παρόν και όχι το παρελθόν.
Ο Γκουσμάν δεν κρύβει το πάθος και την επιθυμία του για την μεταμόρφωση μιας χώρας που βίωσε στρατιωτική δικτατορία, παράλληλη επιβολή του νεοφιλελευθερισμού σε όλα τα επίπεδα, άγρια και δολοφονική καταστολή, εξαφανίσεις, ακραία φτωχοποίηση. Στην ταινία γίνεται ορατή σε μεγάλο βαθμό η βαθιά λαχτάρα του δημιουργού να γίνει αυτόπτης μάρτυρας μιας ριζικής αλλαγής, της νίκης απέναντι στα φαντάσματα του παρελθόντος αλλά και του παρόντος που καταδυναστεύουν μια κοινωνία και πιο συγκεκριμένα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, τις θηλυκότητες, τους ιθαγενείς κ.α. Την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ, ο Γκουσμάν φυλακίστηκε αλλά και εξορίστηκε στην Ευρώπη, γυρνώντας μετέπειτα κατά καιρούς στη Χιλή και το αγαπημένο του Σαντιάγο.
Στην ταινία του είναι απολογητικός γιατί δεν πρόλαβε να καταγράψει από την αρχή αυτό που τον είχε συμβουλέψει ο Κρις Μάρκερ, «Αν θες να καταγράψεις μια φωτιά, να είσαι στο σημείο όπου θα ανάψει η πρώτη φλόγα». Μια φλόγα που έδωσε την ώθηση στην εξέγερση που ακολούθησε και όπως πολλές φορές αναφέρει, δεν περίμενε ότι θα ζούσε να δει μία δεύτερη επανάσταση στη Χιλή, έστω και αν δεν το πρόλαβε από την αρχή του.
Ο Γκουσμάν είναι ενθουσιώδης για μια αυθόρμητη σε μεγάλο βαθμό εξέγερση, στέκεται δίπλα στο πλευρό και καταγράφει τις φωνές των ξεσηκωμένων, τους φόβους και τα όνειρά τους. Πρόκειται για μία εξέγερση της βάσης της κοινωνίας, των αποκλεισμένων, των καταπιεσμένων, απέναντι στη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, μακριά από τις λογικές της ανάθεσης και της εναπόθεσης της ελπίδας σε ηγέτες και επαγγελματίες πολιτικούς. Ο χαρακτήρας της έντονα φεμινιστικός, οδηγεί τον Γκουσμάν να δώσει λόγο και να ακούσει αποκλειστικά θηλυκότητες, οι οποίες εκφράζουν από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετική συμβολή στην εξέγερση, την κοινή επιθυμία για μια μάχη απέναντι στο υπάρχον.
Ωστόσο δεν προλαβαίνει ή αρνείται εξαιτίας των προσωπικών αλλά και συλλογικών τραυμάτων του παρελθόντος να αντικρίσει τη διάψευση των επιθυμιών του. Η Χιλή έρχεται διαρκώς αντιμέτωπη με τις παρελθοντικές σκιές και τους τακτικισμούς του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος με στόχο την επιβίωσή του, τον διαρκή φόβο και εν τέλει την πραγματοποίηση του με την άνοδο της ακροδεξιάς και του Αντόνιο Καστ ως εργαλείο επιβολής του καπιταλιστικού ρεαλισμού, θεσμικά αλλά και στους δρόμους. Εκεί κρύβεται φυσικά και η παγίδα στη δημιουργία μίας ταινίας τεκμηρίωσης όταν δεν έχει παρέλθει ένα χρονικό διάστημα ικανό για να κάνει ορατά τα αποτελέσματα κοινωνικοπολιτικών διεργασιών, καθότι ο Γκουσμάν δεν πρόλαβε σημαντικές εξελίξεις πριν κυκλοφορήσει την ταινία.
Πιθανότατα αφελώς, λαχταρώντας μεγάλο μέρος της ζωής του τη ρήξη και την αλλαγή, αντιμετωπίζει με μία όχι τόσο κριτική διάθεση και επιφυλακτικότητα το δίπολο Γκάμπριελ Μπόριτς και την προτεινόμενη Συνταγματική αναθεώρηση απέναντι στις ακροδεξιές ορδές ενός νεοναζί υποκειμένου που τραβάει μαζί του μεγάλο μέρος μίας διαχρονικώς διαχωρισμένης κοινωνίας. Στην περίοδο της μεγάλης έντασης της εξέγερσης πραγματοποιήθηκαν μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις (ανάμεσα τους και αυτή των 1.200.000 ατόμων, η μεγαλύτερη στη ιστορία της Χιλής), αυθόρμητες στην αρχή συγκρούσεις και οργανωμένες στη συνέχεια απέναντι στο κατασταλτικό τέρας της αστυνομίας και του στρατού, οι οποίες πίεσαν και έστησαν στη γωνία τον Πινιέρα, σε μία καθοριστική στιγμή για τη χώρα.
Χαρακτηριστικό των μετέπειτα απογοητεύσεων, είναι η εκλογή του Μπόριτς απέναντι στην αναδυόμενη ακροδεξιά, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης με στόχο την αποφυγή της επιβολής για μία ακόμα φορά του φασιστικού ολέθρου. Ένας κεντροαριστερός πολιτικός, που στηρίχθηκε από ρεφορμιστικές δυνάμεις της χώρας και παρότι εκλέχθηκε μέσα σε ένα πανηγυρικό κλίμα, η ιστορία ανέδειξε τα αδιέξοδα που ακολουθούν τις λύσεις συμβιβασμού, το θέμα δεν είναι τα πρόσωπα αλλά το ίδιο το σύστημα και οι δομές και τακτικές επιβολής του στην κοινωνία. Μία μειοψηφία παρέμεινε να διεκδικεί και να οραματίζεται την πλήρη ρήξη με το υπάρχον ενώ μεγάλο μέρος της οργής απορροφήθηκε στα πλαίσια της διεκδίκησης ενός βελτιωμένου Συντάγματος και της εκλογής ενός νέου προέδρου της χώρας. Τα επόμενα χρόνια απορρίφθηκε μέσω δημοψηφισμάτων δύο φορές η αναθεώρηση του Συντάγματος, τα μέτρα που ακολούθησαν δεν περιόρισαν την άκρατη επιβολή του κεφαλαίου και των ιδιωτικών συμφερόντων ενώ μεγάλος αριθμός των συλληφθέντων παρέμειναν διωκόμενοι/ες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Μπόριτς ψήφισε υπέρ του «Νόμου ενάντια στις λεηλασίες», ο οποίος είχε ως στόχο την ποινικοποίηση της δράσης αγωνιστών και αγωνιστριών.
Η απόλυτη ισοπέδωση ωστόσο το μόνο που μπορεί να τονώσει είναι έναν επικίνδυνο κυνισμό που θρέφει τα συντηρητικά αντανακλαστικά και εξαφανίζει από τη συλλογική μνήμη τα κεκτημένα αγώνων. Είναι δεδομένο πως έμειναν παρακαταθήκες από μία ιστορική εξέγερση καθώς και η γνώση πως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν μέσες λύσεις, ή συμβιβάζεσαι με το τέρας ή το καταστρέφεις.
Η ταινία ξεκινά με τις πέτρες που χρησιμοποίησαν οι διαδηλωτές απέναντι στο στρατό και την αστυνομία ως μοναδικό εργαλείο απέναντι στα όπλα και κλείνει χρησιμοποιώντας τες συμβολικά, στα πλαίσια της διάλυσης του παλιού και της επιθυμίας για δημιουργία του νέου.