Το 22ο τεύχος του περιοδικού Βαβυλωνία παρουσιάστηκε χθες βράδυ στο ΕΚΧ Σχολείο, επικεντρώνοντας την εκδήλωση – συζήτηση στο ζήτημα του πολέμου. Αφού έγινε μιά ιστορική αναδρομή στις προσεγγίσεις και την στάση των αντιεξουσιαστών, συζητήθηκε το τι κάνουμε πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, στη διάρκειά του και μετά από αυτόν.
Παραθέτουμε παρακάτω το εντιτόριαλ του 22ου τεύχους, με αναφορά στη διαδρομή της Βαβυλωνίας, καθώς και σχετικά με τον πόλεμο και του τι κάνουμε.
Ουδέποτε οι εκδόσεις βιβλίων, οι εκδοτικοί οίκοι, τα εκδοτικά εγχειρήματα, καθώς και οι εκδόσεις περιοδικών είχαν τέτοιας έκτασης παραγωγή στην “αγορά” και ταυτόχρονα, η παραγωγή ουσιαστικού στοχασμού ουδέποτε ήταν τόσο φτωχή. Δεν φταίει γι’ αυτό, σε καμιά περίπτωση, αυτή η “πληθωρική” κατάσταση, που σε τελική ανάλυση και το πνεύμα γυμνάζει και σε στάση ετοιμότητας διατηρεί όσους έχουν κάτι παραπάνω στο μυαλό τους. Περισσότερο υπεύθυνη γι’ αυτή την κατάσταση είναι μια “συνωμοσία στοχασμού”, που άλλοτε διαμέσου του ραφιναρίσματος, των εσθέτικς, της ατάκας και άλλοτε μέσω του αυτοσκοπού, των καινοφανών αφιερωμάτων, των “παλαιών” αφηγημάτων που εξαντλούνται σε μια κριτική ενός “υπάρχοντος” που δεν υπάρχει, αφήνοντας αλώβητο το υπάρχον που υπάρχει.
Κι αυτό, διότι υπάρχει μια άρνηση συμμετοχής στο δημόσιο χώρο, εκεί όπου παράγονται τα οργανικά νήματα του κάθε ενεργητικού και θεσμίζοντος στοχασμού. Μα, ό,τι σοβαρό σε επίπεδο κριτικής είδε το φως της δημοσιότητας στις μέρες μας παγκοσμίως, αναδύθηκε μέσα από τις διεργασίες που συντελέστηκαν στον δημόσιο χώρο και την πλειάδα των διεθνών και εγχώριων ζητημάτων που αυτός παρήγαγε.
Ο νέος στοχασμός οφείλει να θεμελιώσει και να επεκτείνει την προοπτική της κριτικής, αλλά και των παρεμβάσεων πάνω στον κοινωνικό ανταγωνισμό, την κοινωνική κινητικότητα και την εν εξελίξει κοινωνική διαφοροποίηση.
Οι παραπάνω αιχμές αποτελούν μία νύξη για την επανέκδοση του περιοδικού “Βαβυλωνία”. Η εφημερίδα, η ραδιοφωνική εκπομπή, το έντυπο και εσχάτως το διαδικτυακό περιοδικό που φέρει τον εν λόγω τίτλο, έχει περισσότερους λόγους να εισέλθει με αυτόν τον τρόπο στο δημόσιο χώρο. Οι λόγοι αυτοί αφορούν τα συγκροτητικά επίδικα αυτού του πολιτικού εργαλείου, που αλλάζει μορφές ανάλογα με τις στρατηγικές, τις ανάγκες και τις δυνατότητες της συντακτικής ομάδας που ανά καιρούς αναλαμβάνει να το διαχειριστεί.
Η “Β” γεννήθηκε στους δρόμους, τον Ιούνη του 2003 στην Θεσσαλονίκη, ενάντια στην “κόκκινη ζώνη” της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εκδόθηκαν τα δύο πρώτα τεύχη με το υλικό που παραγόταν εκείνη τη στιγμή μέσα από τις διαδικασίες του αγώνα. Τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, στην ιδρυτική συνέλευση της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης, αποφασίστηκε η μηνιαία έκδοσή της και έκτοτε συνοδεύει επί 20 συναπτά χρόνια τον αντιεξουσιαστικό λόγο και πράξη μέσα από ένα πλήθος παρεμβάσεων. Συνεπής πάντα με το πλαίσιο της ανοικτότητας, η “Β” ανέδειξε ένα νέο αντιεξουσιαστικό λόγο συμμετέχοντας στον σύγχρονο αντικαπιταλιστικό διαφωτισμό.
Ήταν αυτός ο κινηματικός χαρακτήρας της “Β” που την ώθησε σε αποκλειστική συνεργασία με το δίκτυο Znet και στη δημιουργία του Διεθνούς Αντιεξουσιαστικού Φεστιβάλ B-Fest, στο οποίο θα παρουσιάσουν τις νέες αντιεξουσιαστικές συλλογιστικές πλήθος κινημάτων από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, αλλά και πολλοί διανοητές μεταξύ των οποίων και οι Νόαμ Τσόμσκι, Χάουαρντ Ζιν, Ντέιβιντ Γκρέμπερ, Μάικλ Άλμπερτ, Ναόμι Κλάιν, Τζούλιαν Ασάνζ, Ζακ Ρανσιέρ, Ντέμπι Μπούκτσιν, Κριστίν Ρος, Τζάνετ Μπίελ.
Σήμερα, που οι νέες εξεγέρσεις έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους, με ρητά χαρακτηριστικά την οριζοντιότητα και την άρνηση κάθε αυθεντίας των παλαιών κομματικών ιερατείων, διαπιστώθηκε καθολικά ότι αυτά δεν αρκούν για την απελευθερωτική νοηματοδότησή τους.
Η επανέκδοση της “Β” επανέρχεται ακριβώς σε αυτό, να επιμείνει, δηλαδή, προκειμένου να στοχαστεί και να δημιουργήσει. Με άλλα λόγια, δεν είναι άλλη μία προσπάθεια έκδοσης ενός ιδεολογικού, πολιτιστικού, φιλοσοφικού ή ούτε εμείς ξέρουμε τι άλλων ενδιαφερόντων περιοδικού. Δεν έχει σκοπό να αποτελέσει μία συλλογή ενυπόγραφων κειμένων δίνοντας απλά χώρο στο κινηματικό-ακαδημαϊκό πρεκαριάτο να παρουσιάσει το έργο του και τα συμπεράσματά του. Τέλος, δεν είναι σίγουρα μία “συνεργατική” προσπάθεια που έχει σκοπό να εκπληρώσει προσωπικές φιλοδοξίες και ματαιοδοξίες ή να εκπροσωπήσει δόγματα.
Πρόκειται απλά για την επιστροφή σε κάτι που πραγματικά μας έλλειψε μετά την απόφασή μας, το 2018, να στραφούμε αποκλειστικά στην διαδικτυακή μορφή του περιοδικού, κι αυτό δεν είναι άλλο από μία συμπυκνωμένη εκδοχή αυτού του εργαλείου που θα μας συνοδεύει στον αγώνα για την αποκατάσταση του αισθητού κόσμου, τη διάχυση του αντιεξουσιαστικού λόγου και την αποσαφήνισή του από την ολική επίθεση της σύγχυσης που δέχεται από “μέσα” και από “έξω”.
Δεν θα πούμε ψέματα, το μοντέλο του διαδικτυακού τόπου περισσότερο μας μπέρδεψε παρά μας διευκόλυνε. Περισσότερο μας περιχαράκωσε, καθιστώντας μας ένα ακόμα από τα εγχειρήματα που περιγράψαμε ανωτέρω, παρά μας βοήθησε να κάνουμε ένα κοινωνικό άνοιγμα όπως πιστεύαμε.
Η παρούσα επιστροφή της “Β” σε έντυπη μορφή έρχεται σε μία εποχή κινηματικής και κοινωνικής αμηχανίας. Την ίδια στιγμή, η επιθυμία μας είναι το σύμπαν της “Β” να εξελιχθεί σε κάτι άλλο από αυτό που ξέρουμε μέχρι τώρα, να γίνει ένας πραγματικός κόμβος για τον κόσμο της ελευθερίας. Όμως, για να γίνει κόμβος θα πρέπει να είναι σημείο συνάντησης και διαπλοκής πολλών πραγμάτων τα οποία χρειάζονται χρόνο για να πάρουν μορφή. Άλλωστε, τα όσα εξιστορούμε ανωτέρω είναι οι ρητές επιδιώξεις ενός κόσμου που επιλέγει να αντιπαρατεθεί ανοιχτά με τον κόσμο της εξουσίας και της εκμετάλλευσης και είμαστε σίγουροι πως σε αυτό το νέο ξεκίνημα θα βρούμε αρκετούς νέους ή παλαιότερους συνεργάτες για να βαδίσουμε μαζί.
Ωστόσο, υπάρχουν σύντροφοι που σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή έμειναν πίσω, δεν πορεύονται πια στο πλάι μας, αν και τα ίχνη που άφησαν είναι ανεξίτηλα στο χρόνο. Θα είναι πάντα εκεί για να μας υπενθυμίζουν τις διαδρομές αναζήτησης που ακολουθήσαμε, κάθε φορά που θα στρέφουμε για λίγο το βλέμμα μας προς τα πίσω ώστε να αγναντεύουμε την απόσταση που έχουμε διανύσει. Η οργάνωση της επανέκδοσης, μας προκάλεσε από την αρχή ένα μούδιασμα.
Από την τελευταία φορά που κληθήκαμε να σχεδιάσουμε ένα τεύχος, μετράμε 3 πολύ σημαντικές απώλειες, δικών μας ανθρώπων, ανθρώπων που έδωσαν και την ψυχή τους για τον κοινό μας σκοπό, αλλά και για την ίδια τη “Β”. Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού και το τελευταίο B-Fest υπήρξαν ένα σταυροδρόμι που θα μας υπενθυμίζει για πάντα το αίσθημα της απώλειας. Σαν αυτά στα οποία αποχαιρετιούνται οι άνθρωποι, τραβώντας ο καθένας τον δικό του δρόμο. Μόνο που στην περίπτωση αυτή οι δρόμοι δεν συναντιούνται ξανά και ο αποχωρισμός είναι αμετάκλητος.
Ήταν στο φεστιβάλ του ’18 εκεί που είδαμε για τελευταία φορά τον σύντροφό μας Πέτρο Τζιέρη. Ο Πέτρος, αφού μας ενημέρωσε πως δεν δύναται να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη του εισήγηση στην εκδήλωση 7 με τους Lundimatin, μας αποχαιρέτησε και έφυγε μια για πάντα από τις ζωές μας, διεκδικώντας την ελευθερία της επιλογής, ακόμα και μπροστά στο θάνατο. Η πολιτική σκέψη και δράση του Πέτρου, του Πέτρου της Α.Κ. Μαθητών και της “Β”, των Αυτόνομων Σχημάτων και της Α.Κ. Κομοτηνής, του Ε.Κ.Χ. “Φαβέλα” και της Ex-Portu που άλλαξαν τις ισορροπίες για το αντιφασιστικό κίνημα στον Πειραιά, δεν λείπουν μόνο από εμάς, τους αιώνιους συντρόφους του, αλλά και από το ίδιο το κίνημα.
Ήταν το 20ο τεύχος μας το τελευταίο που σχεδίασε η αγαπημένη μας Ρούλα Καντά, η ισόβια γραφίστρια της “Β”, που έφυγε λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβρη του ’18. Η γεμάτη πάθος για ζωή Ρούλα, η Ρούλα που μετά τη δουλειά της, τις βάρδιες στον Ε.Κ.Χ. “Nosotros” και την κατάληψη “Πάτμου και Καραβία”, αλλά και τη συλλογική διασκέδαση, στην οποία ήταν μπροστάρισσα, ξενυχτούσε στον υπολογιστή της για να προλάβουμε να “πάμε τυπογραφείο” τα έντυπα και τις αφίσες μας. Φυσικά, ήμασταν πλήρως συνειδητοποιημένοι όταν γράφαμε πως: “Όσοι και όσες τη ζήσαμε γνωρίζουμε πολύ καλά πως το κενό που μένει δε γεμίζει”. Η έλλειψη αυτής της κορυφαίου τύπου ανιδιοτέλειας και προσφοράς στο συλλογικό είναι ένα εμπόδιο το οποίο προσπαθούμε καθημερινά να υπερπηδάμε με χίλιους δυο τρόπους.
Ήταν επίσης αυτό το 7ο φεστιβάλ όταν εισέβαλλε με φούρια στην καθημερινότητα και την παρέα μας ο σύντροφος μας Θεόφιλος Βανδώρος, τον οποίο τον χάσαμε τον Μάρτη του ’21. Ήταν μεσημέρι, κατά τη διάρκεια μιας αφισοκόλλησης του προγράμματος του B-Fest έξω από το μετρό Περιστερίου όταν χτύπησε το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη ήταν ο, μετέπειτα δικός μας, “Τεό”. Μετά από πάρα πολλά χρόνια επικοινώνησε με έναν παλιό του σύντροφο, έναν από εμάς, για να δει πως είναι και τι κάνει στη ζωή του. Ο Θεόφιλος του Ροκ, της Αναρχίας, των Εξαρχείων, του Πολυτεχνείου του ’90 και των “Πειρατών της Ημισελήνου” στρατεύτηκε πλάι μας με μια πολύ πυκνή και μεστή δράση και προσφορά. Όσα παρήγαγε ο ίδιος σε αυτό το σύντομο πέρασμα του, δεν μπορούν να τα παράξουν μια χούφτα από γραφειοκράτες και από συλλογικότητες του “αμοιβαίου οίκτου”. Η ευγένεια, η καλοσύνη και η αγάπη του θα είναι για μας πάντα ένας φάρος, ένα σημάδι και μια μονάδα μέτρησης για το πόσο κοντά βρισκόμαστε σε μία αντιεξουσιαστική ηθική, μια ηθική των ελεύθερων ανθρώπων.
Η “Β” λοιπόν έχει κλείσει αισίως τα 20 χρόνια. Θέλει να ευχαριστήσει όλους όσους προσέφεραν σε αυτή όλα αυτά τα χρόνια, ώστε να συμβάλει στη δημιουργία του αντιεξουσιαστικού λόγου και χώρου στην Ελλάδα, μακριά από τα θέσφατα και τις τελεολογίες των ιδεολογιών και των κλειστών σχημάτων. Η “Β” δε θα μπορούσε παρά να αισθάνεται περηφάνια για το παρελθόν της, αλλά δεν έχει ως προτεραιότητα ή καημό να γιορτάσει άλλα 20 χρόνια.
Αυτό που τη βασανίζει είναι το πως θα διαμορφώσει τις συνθήκες και να αποτελέσει ένα πόλο για τη δημιουργία κάτι νέου, κάτι μεγαλύτερου που θα την ξεπεράσει. Η Βαβυλωνία άλλωστε δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα διαρκές κάλεσμα για δημόσια διαβούλευση, κριτική και πρόταση για μια κοινωνία σε κίνηση αντιεξουσιαστική.
Οι κοινωνίες μπροστά στον πόλεμο
Μπροστά στον πόλεμο δεν εννοούμε πριν από τον πόλεμο, ούτε σκοπός είναι να περιγράψουμε το περιβάλλον ενόψει κάποιας εν δυνάμει αναμέτρησης.
Εννοούμε μέσα στον πόλεμο, εκεί όπου η διαδικασία του ανατρέπει το εφικτό, το ανέφικτο, την αξία, την απαξία, το δίκαιο και το άδικο, τον επιτιθέμενο και τον αμυνόμενο, τις κοινωνικές δομές, ετερόνομες και αυτόνομες, τα προηγούμενα δεδομένα, αφηγήματα και τους αντίστοιχους ορισμούς.
Παρά τα αφηγήματα για τις αιτίες και το χαρακτήρα του σύγχρονου πολέμου που έχουν δει το φως της ιστορίας, τις 4 πιο κάτω διαπιστώσεις είναι δύσκολο να τις αποφύγουμε.
- Χωρίς κράτος και δομημένο στρατό, πόλεμος δεν μπορεί να υπάρξει. Τα σύγχρονα εθνοκράτη είναι σε μια διαρκή πολεμική ετοιμότητα που τροφοδοτεί ο εθνικισμός, στον οποίο οφείλουν την ύπαρξή τους. Μετά, λοιπόν, τις επελάσεις των ορδών και τις φυλετικές συρράξεις, την αποκλειστική διαχείριση του πολέμου ανέλαβε το κράτος ως Κυρίαρχος.
- Η κατάσταση πολέμου είναι καθολική, καθώς οι συνέπειές του αφορούν την ολότητα της κοινωνίας, τις δομές, τους θεσμούς και κάθε τι συλλογικό ή ατομικό, χωρίς καμιά εξαίρεση. Η στάση που θα πάρουμε σε αυτή την κατάσταση θα καθορίσει απολύτως τη μεταγενέστερη.
- Στον πόλεμο η αλλοτρίωση γενικεύεται, πλησιάζοντας τον απόλυτο βαθμό της απανθρωποποίησης. Αυτό ακριβώς το σοκ είναι που μετά το τέλος του δημιουργεί άλλον ανθρωπολογικό τύπο και άλλη κοινωνική προοπτική.
- Ο πόλεμος, αφού προκαλέσει τεράστια κοινωνική και οικονομική καταστροφή, αναστέλλεται μέχρι να ξαναβγεί στο προσκήνιο, είτε με την συνθηκολόγηση του αμυνόμενου είτε με την στρατιωτική ήττα/αποχώρηση του επιτιθέμενου μέσα σ’ ένα κλίμα άρνησης συνέχισης του πολεμου και λιποταξίας στα μετόπισθεν.
Αυτά συμβαίνουν είτε ο πόλεμος είναι εθνικός, είτε ιμπεριαλιστικός, είτε αμυντικός, είτε επιθετικός. Αν και κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν αφορούν τον ρεαλισμό του.
Ωστόσο, το τι πραγματικά είναι ένας πόλεμος, είναι μάλλον δύσκολο να το ορίσει κανείς αν βρίσκεται μακριά από αυτόν και τον βιώνει μέσα από αντανακλάσεις, αφηγήσεις που έχουν υποστεί φιλτράρισμα και από εικόνες, που στην σύγχρονη εποχή των διαρκώς μεταβαλόμενων συνθηκών, διακυβεύεται ακόμα και το κλασικό πρίσμα υπό το οποίο τις βλέπει ο κόσμος και τον οδηγεί να ανατριχιάζει και να εξεγείρεται απέναντι στην φρίκη και την κτηνωδία που αποτυπώνουν. Άλλωστε, εξακολουθεί να αποτελεί συνήθεια των ανθρώπων να αποστρέφουν το βλέμμα τους μπροστά σε αυτό που συμβαίνει ή να παίρνουν θέση έχοντας ως μοναδικό γνώμονα μια θολή και έωλη συμπάθεια προς τη μία ή την άλλη πλευρά του πολέμου, αρνούμενοι να αντιληφθούν ότι πίσω από αριθμούς και στατιστικές, κρύβονται πραγματικά πτώματα και λαοί τσακισμένοι και ξεσπιτωμένοι.
Γνωρίζοντας ότι ο πόλεμος, ως συνθήκη, διαπερνά όλες τις πτυχές της ζωής των κοινωνιών, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε ένα μεγάλο κομμάτι του τεύχους στην ανάδειξη των διαφορετικών αυτών πτυχών. Διεθνείς εξελίξεις, ιμπεριαλισμός, αποικιοκρατία, Ουκρανία, Παλαιστίνη, κατασκευή του εσωτερικού εχθρού, πολεμικοποίηση του κρατικού λόγου, υβριδικός πόλεμος, κρατικά εγκλήματα, Τέμπη, αποτελούν κάποια από τα ζητήματα που αναδεικνύουμε και φιλοδοξούμε να αναδείξουμε και στο μέλλον.
Το τεύχος συμπληρώνεται, επίσης, από δύο άκρως ενδιαφέροντα κείμενα για τα 30 χρόνια της ζαπατιστικής αυτονομίας και τις νέες προοπτικές που έχουν θέσει οι ίδιοι οι Ζαπατίστας, από το αυτοπαρουσιαστικό κείμενο του εγχειρήματος του Ataxia School, το οποίο λοιδορήθηκε ουκ ολίγες φορές τους τελευταίους μήνες. Τέλος, στο τεύχος συμπεριλαβάνονται επίσης ταινιοκριτικές, βιβλιοπαρουσιάσεις, ποιήματα, καθώς και μία συνέντευξη με τον Αμερικανό ράπερ “Immortal Technique”.
Ας πούμε, όμως, πρώτα δύο λόγια για τους λόγους που μας οδήγησαν σε μία πρώτη ανάγνωση της σύγχρονης πολεμικής συνθήκης που διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη όλον τον πλανήτη και δικαιολογεί τον τίτλο του τεύχους «Οι κοινωνίες μπροστά στον πόλεμο» και το σκεπτικό που θέσαμε στην αρχή του παρόντος σημειώματος.
H επιλογή πολεμικού στρατοπέδου, μία επιλογή εύκολη για τους αποικιοκράτες, τους κρατιστές -δυτικούς και ανατολικούς- αλλά και μία τεράστια παγίδα στην οποία με μεγάλη ευκολία πέφτει ένα μεγάλο κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος, δεν αλλάζει την αποκρουστική εικόνα ότι τελικά σε κάθε πόλεμο σφαγιάζονται λαοί, κοινωνίες, οι άνθρωποι που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Το αναφέρουμε αυτό, διότι, φυσικά, το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν είναι απαραίτητα αντιπολεμικό. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της ελληνικής αριστεράς και του α/α χώρου έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν καθεστώτα εχθρικά προς τις ΗΠΑ, απλώς και μόνο επειδή είναι καθεστώτα εχθρικά προς τις ΗΠΑ. Δηλαδή, σκληρά απολυταρχικά καθεστώτα που καταπνίγουν στο εσωτερικό τους κάθε φωνή και πράξη αντίστασης, κάθε κοινωνικό και ταξικό κίνημα που ξεπηδάει. Με μία λογική που προϋποθέτει ότι η ιστορία γράφεται μόνο από την εξουσία, τα κράτη και το κεφάλαιο, από τους διεθνείς ανταγωνισμούς, σαν να είναι ο πλανήτης απλώς μια τεράστια σκακιέρα, συνειδητά ή και όχι παραγκωνίζουν τις αντιστάσεις των λαών και τον ρόλο που παίζουν οι κοινωνίες στη διάρθρωση του κόσμου και των πολύπλοκων-δυναμικών σχέσεων που παράγονται. Η λογική αυτή δεν είναι αντιπολεμική, επιλέγει κρατικό και κατά κανόνα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Πηγάζει, φυσικά, από την εποχή που ο κόσμος ήταν χωρισμένος στο δυτικό και το ανατολικό μπλοκ και πάνω σε αυτήν την ιστορική συνέχεια, επιμένει να δικαιολογεί εισβολές, αντιεξεγέρσεις και κρατικά εγκλήματα, όπως η εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968 ή στην Ουγγαρία το 1956, για να καταπνίξει εργατικές και σοσιαλιστικές εξεγέρσεις που βολικά βαφτίστηκαν αμερικανοκίνητες. Η ίδια νοοτροπία βασιλεύει έως σήμερα, εμφανίζοντας φερ’ ειπείν τον Πούτιν αντιφασίστα απελευθερωτή ή κωλύει το ελληνικό «αντιπολεμικό» κίνημα στο να αρθρώσει έναν λόγο που να στέκεται πραγματικά στο πλευρό των καταπιεσμένων, των από τα κάτω και που δεν θα βλέπει απλώς στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς την επιτομή της κοινωνικής χειραφέτησης όσων δεν τάσσονται με το μπλοκ της Δύσης.
Μάλιστα, όσον αφορά την δική μας επικράτεια, μάς είναι σαφές ότι το ελληνικό κράτος δεν είναι ένα κράτος που πάντοτε αμύνεται, που δεν διεξάγει παρά μόνο αμυντικούς πολέμους, όπως θέλει να το παρουσιάζει η εθνική αφήγηση ήδη από την Α’ Δημοτικού. Η εμπλοκή της Ελλάδας σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες υπήρξε πολεμική και επιθετική. Σαφέστατα, η Ελλάδα έχει διεξάγει επιθετικούς πολέμους, όπως η εκστρατεία του ‘22 ή η εμπλοκή της στην Κύπρο, για να αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα.
Η Eλλάδα, παράλληλα με αυτό το αφήγημα της άμυνας, αναπολεί συχνά πυκνά το «αρχαίο λαμπρό παρελθόν» της επιθετικότητάς της στην μεγαλεξανδρινή περίοδο. Αυτή η επιθετικότητα ενταγμένη στην ιδεολογία του μεγαλοϊδεατισμού, γειώθηκε τα πρόσφατα χρόνια στον εθνικιστικό εσμό : α) των μακεδονικών συλλαλητηρίων και στα καλέσματα για κατάληψη της Βόρειας Μακεδονίας, που αποτέλεσαν μία από τις προϋποθέσεις για την εκκόλαψη του αυγού του φιδιού της Χ.Α. κι όλων των ακροδεξιών συσπειρώσεων, β) των στρατοπέδων που χρόνια τραγουδούσαν «έχω μία αδερφή, κουκλίτσα αληθινή, τη λένε Βόρειο Ήπειρο, την αγαπώ πολύ», διεκδικώντας τα εδάφη της για να γεωθεί η κρατική επιθετικότητα στην ΜΑΒΗ και στον Μπελέρη, ο οποίος τιμήθηκε δεόντως στις πρόσφατες ευρωεκλογές του 2024.
Στο σήμερα, ως κράτος, συμμετέχει στο ΝΑΤΟ, προσφέρει βάσεις στο έδαφός της, έχει εμπλακεί σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό και αποτελεί έναν από τους πιο πιστούς συμμάχους του Ισραήλ, σφιχταγκαλιάζοντας το Νετανιάχου και ό,τι αυτός αποφασίζει, δηλώνοντας ότι θα τον στηρίζει μέχρι τέλους.
Ένας πόλεμος, όμως, μπορεί να έχει πολλαπλές και αλυσιδωτές αντιδράσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές ή και κοσμοϊστορικές αλλαγές συγκριτικά με την κατάσταση που επικρατούσε πριν. Υπό αυτήν την έννοια, οι εν εξελίξει πόλεμοι σε Ουκρανία και Παλαιστίνη έχουν επιδράσει πολλαπλά στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή των ανθρώπων σε πολλά μέρη του πλανήτη.
Επίπτωση, είναι και ο τρόπος που τα κράτη στρέφουν την πολεμική εμπειρία στο εσωτερικό των κοινωνιών τους, με αποτέλεσμα αυτή η εμπειρία να μετατρέπει την καθημερινότητα σε ένα απέραντο πεδίο πολεμικών αντιπαραθέσεων, όπου το σύνολο των καταπιεσμένων είτε καταστέλλεται, είτε χρησιμοποιείται ως φθηνό γρανάζι στην τεράστια πολεμική μηχανή του καπιταλισμού.
Δεν βλέπουμε για ποιο λόγο να πάρουμε μέρος στην κρατική και καπιταλιστική σφαγή της εποχής, με μπλοκ εξουσίας που καταπιέζουν και δολοφονούν τους πληθυσμούς τους, που προκαλούν την προσφυγιά, που στήνουν την παγκόσμια αντι-εξέγερση σε βάρος των από τα κάτω, αξιοποιώντας την πολεμική εμπειρία. Είναι περισσότερο ανάγκη από ποτέ να αρθρώσουμε έναν πραγματικά αντιπολεμικό, αντιεξουσιαστικό λόγο που θα προτάσσει την διεθνή αλληλεγγύη, δεν θα «ψαρώνει» από κρατικιστικά ιδεολογικά σχήματα και θα προτάσσει, όχι μια μόνο κατ’ επίφαση παγκόσμια ειρήνη η οποία βασίζεται βεβαίως στο αίμα των λαών, αλλά σε μία νέα νοηματοδότηση του κοινωνικού πολέμου και του παλιού γνωστού συνθήματος «Έχουμε πόλεμο με τους κανίβαλους αυτού του κόσμου».