Κάλεσμα για συγκέντρωση στο Υπουργείο Οικονομικών το Σάββατο 9 Νοεμβρίου, στις 13.00
Eνάντια στην υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου μέσω της επίθεσης στο δικαίωμα στην κατοικία και τους πλειστηριασμούς και της αυξανόμενης ακρίβειας/πληθωρισμό που εξανεμίζει τους ήδη αναντίστοιχους μισθούς μας.
Το στεγαστικό ζήτημα στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα κοινωνικά προβλήματα που πλήττει σήμερα τα λαϊκά νοικοκυριά και το σύνολο της εργατικής τάξης. Η στεγαστική κρίση εκφράζεται κυρίως σε δύο διαστάσεις: από τη μία, οι μαζικές εξώσεις και πλειστηριασμοί και, από την άλλη, η συνεχιζόμενη άνοδος των ενοικίων, φαινόμενα που εντάσσονται στην συνολικότερη αύξηση του κόστους ζωής με την δυσανάλογη άνοδο του πληθωρισμού που εξανεμίζει τους ήδη χαμηλούς και αναντίστοιχους μισθούς.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τους πλειστηριασμούς και τις εξώσεις, γίνεται λόγος το τελευταίο διάστημα για ανάγκη επιτάχυνσης και ολοκλήρωσης των πλειστηριασμών από την Ευρωπαική Επιτροπή στο πλαίσιο της «εξυγίανσης» της οικονομίας της χώρας. Μάλιστα, σε σχετική έκθεση της Κομισιόν, αναφέρεται ότι εξετάζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης νομοθετικές ρυθμίσεις για το ζήτημα αυτό, οι οποίες θα διευκολύνουν τους εκπλειστηριασμούς ακινήτων, ενώ χαρακτηριστικά αναφέρεται και σε «αναποτελεσματικότητα έξωσης ενοικιαστών». Παράλληλα, δημοσιεύματα αναφέρουν, ότι η κυβέρνηση και συγκεκριμένα το υπουργείο οικονομικών εξετάζει διαδικασίες διευκόλυνσης των πλειστηριασμών, ενώ αντίστοιχες «προτάσεις» φέρεται να κάνουν παράγοντες της αγοράς. Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις προμηνύουν μια σκλήρυνση της ήδη βάρβαρης τακτικής που ακολουθείται αναφορικά με τους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικίων, μιας τακτικής που αποτελεί ένα μόνο κομμάτι της συνολικής επίθεσης που δέχεται η τάξη μας τα τελευταία χρόνια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σηματοδότησε την αρχή αυτής της επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους και τα λαϊκά νοικοκυριά. Τα μνημόνια που ακολούθησαν έβαλαν την εργατική τάξη να πληρώσει το τίμημα της κρίσης, με τις αστικές κυβερνήσεις να διασώζουν τις τράπεζες μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων, ενώ παράλληλα απελευθερώθηκε το καθεστώς των πλειστηριασμών.
Όσο μάλιστα η κρίση βαθαίνει και οι ταξικές ανισότητες οξύνονται, εντείνεται και η επίθεση στα μικρομεσαία στρώματα. Καθώς η μικρομεσαία ιδιοκτησία δεν αποδίδει πια οικονομικά με καπιταλιστικούς όρους, συντελείται βίαια η απελευθέρωση της στην ελεύθερη αγορά, προς όφελος της μεγάλης ιδιοκτησίας, των funds, των καπιταλιστών και του κεφαλαίου, η οποία περνάει μέσα και από τους πλειστηριασμούς.
Συγκεκριμένα, η απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας εντάσσεται στη συνολικότερη αναδιάρθρωση της οικονομίας, η οποία συντελείται από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 07-08 και της προσπάθειας ξεπεράσματός της από πλευράς κεφαλαιοκρατών και κυβερνήσεων και διάσωσης των τραπεζών μέσω μιας σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, που έπληττε και συνεχίζει να πλήττει τα λαϊκά στρώματα. Η άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας αποτελεί άλλωστε εξαρχής επιδίωξη της τρόικας, με τις αντίστοιχες μνημονιακές δεσμεύσεις στο 1ο και 2ο μνημόνιο. Έτσι, πιστές στις επιταγές της Ε.Ε. όλες οι κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη πέρασαν και εφάρμοσαν σειρά νομοθετημάτων για την επίτευξη αυτού του στόχου. Από τη μεταβίβαση της διαχείρισης μεγάλου μετοχικού κεφαλαίου στα funds, την κατάργηση του νόμου Κατσέλη, την ψήφιση του πτωχευτικού κώδικα και των διαδοχικών σχεδίων «Ηρακλής», ερχόμαστε στο σήμερα που βρισκόμαστε εν αναμονή της επέκτασης του σχεδίου «Ηρακλής 3». Στόχος του προγράμματος αυτού («Ηρακλής 1,2,3») αποτελεί η μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών κατά 30δις ή κατά 40% του συνολικού αποθέματός τους, μετατρέποντας τα κόκκινα δάνεια σε κρατικά ομόλογα με κρατική εγγύηση.
Στην ουσία του αποτέλεσε ένα ακόμα δώρο στο τραπεζικό σύστημα, μια ακόμα θυσία του λαού στο βωμό της «εξυγίανσης» των τραπεζών. Για πρώτη φορά στα χρονικά, δόθηκε η δυνατότητα στις τράπεζες να ξεφορτωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με το δημόσιο να εγγυάται ότι θα καλύψει όσες ζημιές τυχόν προκύψουν έως κάποια δις, με πρόβλεψη πως το ποσό των εγγυήσεων – εφόσον το εγκρίνει η κομισιόν- μπορεί να αυξηθεί με μια απλή υπουργική απόφαση. Βέβαια, εγγυήσεις εκ μέρους του δημοσίου έχουν υπάρξει και στο παρελθόν, παρόλα αυτά είναι η πρώτη φορά που δόθηκε ένα τόσο υψηλό ποσό και υπό ένα τόσο αυστηρό καθεστώς. Στην ουσία το δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει στις τράπεζες όσα ενδεχομένως χάσουν από τη διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων, σαν να χρωστούσε το ίδιο το δημόσιο αυτά τα δάνεια στις τράπεζες. Με την ΕΚΤ να επιβάλλει αυτό το τόσο αυστηρό πλαίσιο, ώστε να εξασφαλιστεί η κεφαλαιοκρατική επάρκεια των τραπεζών με όσο το δυνατόν μικρότερο ρίσκο, το τραπεζικό σύστημα απολαμβάνει ένα πλήρως συμφέρον ντιλ προς το μέρος του, καθώς μόνη του υποχρέωση αποτελεί η καταβολή προμήθειας στο κράτος περί του 1.7% και με συνολικό κόστος που δε θα ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, ώστε να μπορέσει να είναι οικονομικά ανεκτό.
Επιπλέον, σύμφωνα με το σχέδιο «Ηρακλής», τα δάνεια που τιτλοποιούνται περνούν υποχρεωτικά σε funds, τα οποία όμως σε περίπτωση που δεν εκπληρώνουν τους εισπρακτικούς στόχους χάνουν την αμοιβή τους ή και αποβάλλονται από τις συμβάσεις τους με τις τράπεζες για να αντικατασταθούν από άλλες εισπρακτικές. Γίνεται έτσι ξεκάθαρο πόσο αβάσταχτες πιέσεις είναι διατεθειμένες να ασκήσουν αυτές οι εταιρείες προς τους δανειολήπτες και πως είναι έτοιμες να υιοθετήσουν οποιαδήποτε τακτική για τη διασφάλιση των κερδών τους, γεγονός που το βιώνουν δυστυχώς ήδη δεκάδες λαικά νοικοκυριά.
Με το σχήμα να είναι με λίγα λόγια πως το δημόσιο παρέχει ισχυρή κρατική εγγύηση και λαμβάνει εξαιρετικά μικρή προμήθεια η οποία υπολογίζεται με όρους αγοράς, στόχος για ακόμα μια φορά αποτελεί η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η αύξηση της κερδοφορίας τους.
Ερχόμενοι στο σήμερα, σύμφωνα με την επέκταση του «Ηρακλής 3», το υπουργείο οικονομικών ενέκρινε την αύξηση των εγγυήσεων αυτών προς τις τράπεζες, με την έγκριση από τις ευρωπαϊκές αρχές να θεωρείται κάτι παραπάνω από σίγουρη και να αναμένεται μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη το αργότερο. Για ακόμα μια φορά, και εν μέσω μιας συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και των βίαιων συνθηκών φτωχοποίησης που αυτή έχει επιφέρει στην εργατική τάξη, η κυβέρνηση επέλεξε να πληρώσει ο λαός για να σωθούν οι τράπεζες.
Αν λάβουμε δε υπόψιν ότι μεγάλο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά στεγαστικά δάνεια, σε συνδυασμό με τις πιέσεις οικονομικών λόμπι, της ευρωπαϊκής επιτροπής και της πάγιας κυβερνητικής τακτικής για σύνταξη με τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών έναντι των αναγκών της εργατικής τάξης, τα λαϊκά νοικοκυριά θα έρθουν αντιμέτωπα με ένα νέο κύμα πλειστηριασμών και εξώσεων.
Κόντρα στις αστικές αυτές πολιτικές που βάλλουν, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των ενοικίων, το δικαίωμα του λαού στη στέγαση, οφείλουμε να υπερασπιστούμε με κάθε μέσο τις ανάγκες της τάξης μας. Οφείλουμε να καταδείξουμε τους πραγματικούς υπαίτιους της στεγαστικής και οικονομικής κρίσης, που δεν είναι άλλοι από τις τράπεζες, τα funds, τις servicers, τις κυβερνήσεις που δίνουν βορά τα λαϊκά σπίτια στους κεφαλαιοκράτες και το κεφαλαιοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του.
Απέναντι σε κάθε κίνησή τους, από τους πλειστηριασμούς που ενορχηστρώνουν και διενεργούν τα funds και οι εταιρείες διαχείρισης, μέχρι τις κινήσεις του υπουργείου οικονομικών, που καθυποτάσσεται στα συμφέροντα του κεφαλαίου, να αντιτάξουμε τη δική μας από τα κάτω κίνηση, να χτίσουμε τη λαϊκή αυτοάμυνα υπερασπιζόμενοι τη διασφάλιση του κεκτημένου δικαίωματος της τάξης μας στην κατοικία, μαζί με τον αγώνα για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και ζωής, για μισθούς που αναλογούν στις πραγματικές μας ανάγκες.
Αγώνας για ζωή και αξιοπρέπεια που μπορεί να δωθεί μόνο μέσω της συλλογικοποίησης των αντιστάσεων μας, μέσω της ταξικής οργάνωσης και πάλης ενάντια στο ληστρικό καπιταλιστικό σύστημα και τρόπο παραγωγής.
Να στοχοποιήσουμε τους πραγματικά υπεύθυνους για την συνεχιζόμενη οικονομικη κρίση, το αστικό κράτος, τους κεφαλαιούχους και τις τράπεζες που λειτουργούν κάτω από τις κατευθύνσεις της Ε.Ε.
Όλοι και όλες στο Υπουργείο Οικονομικών (Καραγιώργη Σερβίας 10), το Σάββατο 9 Νοέμβρη, στις 13.00
Κάτω τα χέρια από τα σπίτια του λαού