Σκρουτζ και Καρυοθραύστης βάρεσαν διάλυση

Μια προσωπική ματιά στο εορταστικό φαντασιακό από τη δημιουργία του μέχρι την εποχή της επισφάλειας.

Καθώς τελειώνει η χρονιά, κάνω μερικές σκέψεις σχετικά με το φαντασιακό των γιορτών, την κλασική λογοτεχνία που εν μέρει το δημιούργησε, και το απροσδιόριστο σήμερα. Όλα συμβαίνουν στον απόηχο της απεργίας των διανομέων της efood που υπερασπίζονται τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα και χτυπήθηκαν για άλλη μια φορά από αστυνομικές δυνάμεις.

Η εμμονή μας με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ως οικογενειακό-καταναλωτικό δρώμενο αποτελεί, κατά κύριο λόγο, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα που ξεκινά κατά τη βικτωριανή εποχή, λιγότερα από διακόσια χρόνια πριν. Παλιότερα, για διάφορους λαούς του βόρειου ημισφαιρίου, οι εορτασμοί του χειμερινού ηλιοστασίου με τις χαρακτηριστικές τελετές και μεταμφιέσεις ήταν ένας τρόπος να ξορκίσουν τον δύσκολο χειμώνα και να δηλώσουν στα πνεύματα των προγόνων ότι κατάφεραν να επιβιώσουν. Η μερική εξημέρωση των παγανιστικών πρακτικών από την εκκλησία και η ημερολογιακή προσαρμογή τους στις χριστιανικές γιορτές δεν άλλαξε κατά βάθος τον φυλετικό, κοινοτικό τους χαρακτήρα –μέχρι που οι, γερμανικής έμπνευσης, στολισμοί δέντρων και κοινωνικές μαζώξεις φτάνουν με πρωτοβουλία του Οίκου της Σαξονίας-Κόμπουργκ και Γκότα στην πουριτανική Αγγλία. Όπως και, μέσω του Μεγάλου Πέτρου, στη Ρωσία και σε κάθε τόπο αντίστοιχα. Οι κοινωνικές δεξιώσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς και η παρότρυνση για «ποιοτικό χρόνο» με την οικογένεια έγιναν σημαντικό μέρος ενός κοινωνικού συμβολαίου που ήταν πια αναγκαίο για τη διατήρηση μιας συστημικής ισορροπίας, καθώς το εργατικό κίνημα βρισκόταν στα σπάργανα.

Αξιοσημείωτο ρόλο στην αφήγηση αυτού του συμβολαίου έπαιξε η ευρωπαϊκή κλασική λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ρεαλιστική σχολή που τόσο θαυμάζουμε και μερικές φορές υποσυνείδητα ταυτίζουμε με την κλασική λογοτεχνία εν γένει. Ο Κάρολος Ντίκενς με τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του και άλλα διηγήματα εισηγείται την αναγκαιότητα υποχωρήσεων και παροχών-δώρων προς τον εργαζόμενο, τον φτωχό, το παιδί, της άδειας Χριστουγέννων – πράγματα που αν, σύμφωνα με ένα από τα πιθανά σενάρια, ο ιδιοκτήτης επιχείρησης προθυμοποιηθεί να τα προσφέρει, είναι θαυματουργά για την άλλη πλευρά και κάθαρση για τον ίδιο. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν η εποχή της αυθεντίας του συγγραφέα. Ο Ντίκενς μπορούσε να μιλήσει άμεσα στις μάζες σε τέτοιο βαθμό που «δεν έγραφε αυτά που ήθελε ο λαός, αλλά ήθελε ο ίδιος αυτά που ήθελε ο λαός», αναφέρει ο Τσέστερτον στη σχετική μελέτη. Η αστική μυθολογία των Χριστουγέννων που γεννήθηκε από την πένα του Ντίκενς, αποσυνδέει μια και καλή το θρησκευτικό σημαινόμενο από την κοινωνική εορταστική συνθήκη στη μαζική συνείδηση, στην κοινή γνώμη –γιατί και αυτή πλέον διαμορφώνεται, λόγω της ανάπτυξης του Τύπου.

Ο ιός του χριστουγεννιάτικου συμβολαίου μεταδίδεται στις υπόλοιπες χώρες. Οι ρωσικές αυλικές χοροεσπερίδες, από αυτές που περιγράφει ο Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη» και ο Πούσκιν στον «Ευγένιο Ονιέγκιν», οι οποίες γίνονταν τον χειμώνα, επί Νικολάου Α’ (γερμανικής παιδείας και αυτός) αποκτούν ένα νέο νόημα, αφού η είσοδος έχει πλέον εισιτήριο και οι εισπράξεις έχουν κάποιο σκοπό, δημιουργείται το έθιμο των δώρων (από τους «μεγάλους» και «έχοντες» προς τους «μικρούς» και τους «μη έχοντες»). Οι συγγραφείς της ρωσικής ρεαλιστικής σχολής, με πρώτο τον ιδρυτή της, τον Γκόγκολ, σε γενικές γραμμές βαδίζουν στον δρόμο που χάραξε ο Ντίκενς. Ο Γκόγκολ τοποθετεί τα παραδοσιακά Χριστούγεννα από ένα χωριό της Ουκρανίας, στη συνθήκη της Ρωσικής αυτοκρατορίας και μέσω μιας ειδικής αποστολής του πρωταγωνιστή, συμφιλιώνει τον απλό λαό με τη βασιλική αυλή που του προσφέρει ένα συμβολικό δώρο. Ακόμα και ο Ντοστογιέφσκι αντιγράφει ή επιχειρεί μια παραλλαγή, για να το πούμε αλλιώς, στο παραμύθι του Άντερσεν, όπου κανένα θαύμα δεν σώζει το παιδάκι-πρωταγωνιστή από τις ταξικές ανισότητες και την τραγική κατάληξη. Στο ίδιο κλίμα της κοινωνικής αδικίας μας βάζει και το «Χριστουγεννιάτικο παραμύθι» του Σαλτικόφ-Σεντρίν. Μια δεκαετία αργότερα ο Λεσκώφ δημιουργεί μια συλλογή Χριστουγεννιάτικων ιστοριών, με ευθεία αναφορά στις ιστορίες του Ντίκενς και με παρόμοια διακριτά μοτίβα θαυμάτων-κάθαρσης, προσαρμοσμένα στο ύφος του ρωσικού λαϊκού παραμυθιού. Την αντίθεση μεταξύ φανταχτερών εκδηλώσεων, θρησκευτικής έξαρσης και πραγματικής μοναξιάς, εξαθλίωσης, αδυναμίας να υπερβεί κανείς την κοινωνική τους θέση ή τον θάνατο, αναδεικνύουν στις χριστουγεννιάτικες ιστορίες τους, άλλοτε με κάποιο μήνυμα ελπίδας και άλλοτε χωρίς, οι συγγραφείς όπως: Τσέχωφ, Ναμπόκοφ, Γκόρκι, Αντρέγιεφ. Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ συνθέτει μια σουίτα εμπνευσμένη από το διήγημα του Γκόγκολ, ενώ ο Τσαϊκόφσκι, τον «Καρυοθραύστη», μια ιστορία ταπεινωμένων και καταφρονεμένων πλασμάτων που περιμένουν επίσης το θαύμα των Χριστουγέννων για να λυθούν τα μάγια. Θαύματα από πίστη, από ερωτικό συναίσθημα, από οικογενειακή ενότητα και «εορταστικό πνεύμα» με τα δώρα (που εν τέλει κερδίζει έναντι της καθολικής παράδοσης) συμβαίνουν στα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Γκυ ντε Μωπασσάν και του Ανατόλ Φρανς. Άνθρωποι του δρόμου, όπως ο «Επισκέπτης των Χριστουγέννων» της Σέλμα Λάγκερλεφ, απόκληροι της κοινωνίας, άνθρωποι που συνεχίζουν την εργασία τους εν μέσω γιορτής, φθονεροί μικρόψυχοι συγγενείς, γίνονται πρωταγωνιστές και των «Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων» του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Από το 1840 και ύστερα, αυτό το είδος κειμένων της παγκόσμιας λογοτεχνίας ασχολήθηκε ενδελεχώς με το ίδιο αφήγημα ενότητας και ταξικής ειρήνης, περιγράφοντας και κατά κάποιον τρόπο τηρώντας, με θαύματα ή χωρίς, τη δεδομένη τάξη πραγμάτων όπου ο καθένας έχει μια συγκεκριμένη θέση. Μέχρι που η λογοτεχνία περιθωριοποιήθηκε στη μέση συνείδηση, και τη σκυτάλη ανέλαβαν ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, τα μαζικά θεάματα.

Στα χρόνια της ρωσικής επανάστασης και του εμφυλίου οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί αντιμετωπίζονταν ως μια περιττή θρησκευτική προκατάληψη, μέχρι που άλλαξαν τα δεδομένα, χρειάστηκε ένα νέο ενοποιητικό υπερεθνικό αφήγημα και πειστήρια ταξικής ειρήνης, οπότε τα «αστικά» Χριστούγεννα μετατράπηκαν στη «σοβιετική» Πρωτοχρονιά, αρχής γενομένης το 1936. Η νέα ιδιότυπη μυθολογία και ιεροτελεστία της, συνδύασε στοιχεία παγανιστικών και χριστιανικών δοξασιών με τη λατρεία του Κόμματος και του σοβιετικού κράτους, ενώ η κολλώδης ουσία για όλα αυτά υπήρξε το ίδιο χριστουγεννιάτικο κοινωνικό συμβόλαιο με δέντρα, δώρα και άφθονη, κατά δύναμη, κατανάλωση. Οι πρωτοχρονιάτικες μασκέ χοροεσπερίδες που έγιναν θεσμός σε σχολεία και χώρους εργασίας δεν είχαν πια σκοπό τη φιλανθρωπία αλλά μια αυτοαναφορική δήλωση ευημερίας και επιβεβαίωσης της κομματικής δόξας, ενώ οι οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, την ίδια αίσθηση αόριστης ομοψυχίας. Και, φυσικά, κατανάλωση, παράλληλα και ανταγωνιστικά με την καπιταλιστική Δύση.

Σήμερα, οι διάδοχοι των γραφειοκρατών του παρελθόντος συντηρούν τους μύθους της πολυεθνικής ενότητας με τις ίδιες τελετές. Στο κενό περιεχομένου που έχει δημιουργηθεί, μπορεί να χωρέσει οποιοδήποτε επικοινωνιακό τρικ, οποιαδήποτε δικαιολογία πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών φιλοδοξιών τους. Παγκοσμίως πλέον, το θέαμα και η κατανάλωση ως αυτοσκοπός είναι τα ιερά τέρατα της «εορταστικής περιόδου», ενώ η όποια ταξική ειρήνη έχει πάψει να ενδιαφέρει τους ισχυρούς. Η «βαριά βιομηχανία» του επισιτισμού, τουρισμού και εμπορίου γυρίζει τα γρανάζια της χωρίς κανένα πρόσχημα. Απεργοί χτυπιούνται από μπράβους και δυνάμεις καταστολής, το ωράριο απελευθερώνεται, κεκτημένα όπως Δώρο Χριστουγέννων αποτελούν παρελθόν για όλο και περισσότερους, η απαστράπτουσα εικόνα των πόλεων πρέπει να συντηρείται με κάθε κόστος, με μόνη ευχή και ελπίδα «να κινηθεί η αγορά».

Μέσα σε όλο αυτό, οι γιορτές συνεχίζουν να προσφέρουν αφορμή για κοινωνικές εκδηλώσεις, φιλικές συναντήσεις, κοινότητες αγώνα. Έχουν και αυτές τη δική τους τελετουργία και τους δικούς τους μάρτυρες. Έτυχε, όντας φοιτήτρια, να αντικρίσω την εξέγερση του Δεκέμβρη, μια έκρηξη νέων, δίχως μέλλον και αφήγηση, ανθρώπων που έδειξαν τα δόντια στην ελληνική εκδοχή της κοινωνίας του θεάματος. Ο Δεκέμβρης του 2008 έγινε ολόκληρος ένα δέντρο που εξαϋλωνόταν, γινόταν από έκθεμα πράξη, επιστρέφοντας στην αρχέγονη παγανιστική χρήση του, την ετεροκανονική. Τα Χριστούγεννα ετοίμαζαν μια νέα θυσία: την απόπειρα δολοφονίας της αγωνίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα. Πράξεων συνέχεια, «γιορτές» στην κατειλημμένη θεάτρου και εργατικό κέντρο, αλλαγή του χρόνου στο ΕΚΘ με κομμένο το ρεύμα και θερμοκρασίες υπό του μηδενός, ρακή ο μόνος τρόπος να τις ξορκίσεις, βουλγάρικη πρέπει να ήταν, το λες και φόρο τιμής. Δεκέμβρης έξι χρόνια αργότερα, η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού, ένας ολόκληρος μήνας, το κατειλημμένο Ολύμπιον γεμάτο κόσμο, τα ανατριχιαστικά λόγια του «η νίκη της απεργίας είναι υπόθεση όλων μας». Μέχρι και σήμερα, παρά τη γενική επικράτηση της κανονικότητας της φρουρούμενης βιτρίνας, οι αγωνιστικές κοινότητες κρατάνε ζωντανή τη φωτιά των μικρών παράτυπων γιορτών τους. Επιστρέφουν στιγμιαία στη βικτωριανή εποχή, όταν το να σκεφτείς τον καταπιεσμένο δεν ήταν κοινός τόπος …μόνο που σήμερα κανείς δεν ελπίζει πια στη δυνατότητα ταξικής ειρήνης και τη μετάνοια του Σκρουτζ.

Όσο όλος ο κόσμος ψωνίζει, τρώει και πίνει στο όνομα του Χριστού, του χειμερινού ηλιοστασίου ή της ημερολογιακής αλλαγής, αυτό που μας συγκινεί, από την εποχή του Ντίκενς ως τώρα, είναι το διαφορετικό, το αντίθετο, το ανυπεράσπιστο, ό,τι παλεύει για τη ζωή, ενώ η «καλή κοινωνία» το προσπερνάει. Οι συγκαιρινοί μας Άθλιοι, οι άστεγοι, οι πρόσφυγες, οι σκοτωμένοι και τραυματισμένοι στις τόσες εμπόλεμες ζώνες, οι έγκλειστοι κάθε λογής. Μου έρχονται στο νου οι νέοι αγώνες των φυλακισμένων, στην Ελλάδα, οι πρωτοχρονιάτικες συγκεντρώσεις έξω από τις φυλακές, στη Ρωσία, οι εθελοντές και εθελόντριες στα δίκτυα αποστολής γραμμάτων και δώρων στους πολιτικούς κρατουμένους, γενικά όσοι και όσες ρισκάρουν τη ζωή τους για να την κοινή υπόθεση. Όπως κι άλλος κόσμος, δεν εξαιρούμαι από τις γιορτινές τελετουργικές συναντήσεις. Επίσης, αγαπώ ολόψυχα την κλασική λογοτεχνία. Όμως, έχω την αίσθηση ότι το χριστουγεννιάτικο κοινωνικό συμβόλαιο δια στόματος Ντίκενς και των μεταγενέστερων μεγάλων της ρεαλιστικής σχολής, αυτών που έχουν αναθρέψει τον πολιτισμό μας, έχει κάπως μπαγιατέψει. Αν θέλαμε να κρατήσουμε τα προσχήματα ως κοινωνία, δε θα έπρεπε τουλάχιστον να ψωνίζουμε την Κυριακή, ώστε οι υπάλληλοι των Σκρουτζ να γυρίζουν κοντά στους οικείους τους.

Ξένια Κ.

29.12.2024

Μοιραστείτε το άρθρο